προσουδίζω

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσουδίζω Medium diacritics: προσουδίζω Low diacritics: προσουδίζω Capitals: ΠΡΟΣΟΥΔΙΖΩ
Transliteration A: prosoudízō Transliteration B: prosoudizō Transliteration C: prosoudizo Beta Code: prosoudi/zw

English (LSJ)

(οὖδας) dash against or to the ground, τὸ παιδίον Hdt. 5.92.γ, cf. E.IA1151 (Scaliger for προσουρ-), Plu.Galb.26, Procop. Goth.4.29,al.:—Pass., π. ὑπὸ τοῦ Κύκλωπος Plu.2.506b, cf. D.C.72.13.

German (Pape)

[Seite 775] zu Boden werfen, Her. 5, 92, 3; niederreißen, Plut. de garrul. 10 Galb. 26. – S. auch προσουρίζω.

French (Bailly abrégé)

jeter par terre, briser contre terre, acc..
Étymologie: πρός, οὖδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσουδίζω [πρός, οὖδος] op de grond smijten.

Russian (Dvoretsky)

προσουδίζω: ударять или разбивать оземь (τὸ παιδίον Her.; εἰκόνα τινός Plut.).

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάτι καταγής, το ρίχνω στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οὖδας «η επιφάνεια της γης, έδαφος»].

Greek Monotonic

προσουδίζω: μέλ. -σω (οὖδας), ρίχνω κατά γης, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

προσουδίζω: (οὖδας) καταρρίπτω εἰς τὸ ἔδαφος, τὸ παιδίον Ἡρόδ. 5. 92, 3· οὕτω, Εὐρ. Ι. Α. 1125 (ἴδε προσορίζω Ι. 1), Πλουτ. Γάλβ. 26, κτλ.

Middle Liddell

fut. σω οὖδας
to dash to earth, Hdt., etc.