πυρράζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[πυρρός]]<br />([[ιδίως]] για ουρανό) [[είμαι]] [[πυρροκόκκινος]], έχω το [[χρώμα]] της φωτιάς («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ [[οὐρανός]]», ΚΔ.). | |mltxt=ΜΑ [[πυρρός]]<br />([[ιδίως]] για ουρανό) [[είμαι]] [[πυρροκόκκινος]], έχω το [[χρώμα]] της φωτιάς («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ [[οὐρανός]]», ΚΔ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πυρράζω:''' ([[πυρρός]]), είμαι [[φλογερός]] ή όπως η [[φωτιά]] [[κόκκινος]], λέγεται για τον ουρανό, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be fiery red, of the sky, Ev.Matt.16.2.
Greek (Liddell-Scott)
πυρράζω: εἶμαι πυρρός, ἐρυθρός, κόκκινος ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ.
French (Bailly abrégé)
être d’un rouge ardent, être roux.
Étymologie: πυρρός.
English (Thayer)
equivalent to πυρρός γίνομαι, to become glowing, grow red, be red: T brackets; WH reject the passage) (Byzantine writings; πυρρίζω in the Sept. and Philo.)
Greek Monolingual
ΜΑ πυρρός
(ιδίως για ουρανό) είμαι πυρροκόκκινος, έχω το χρώμα της φωτιάς («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ.).
Greek Monotonic
πυρράζω: (πυρρός), είμαι φλογερός ή όπως η φωτιά κόκκινος, λέγεται για τον ουρανό, σε Καινή Διαθήκη