σέβασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(37)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα σεβάσματα</i><br />τα σέβη («τα σεβάσματά μου στους γονείς σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σέβασις]]<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] σεβασμού και θαυμασμού.
|mltxt=το, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα σεβάσματα</i><br />τα σέβη («τα σεβάσματά μου στους γονείς σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σέβασις]]<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] σεβασμού και θαυμασμού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σέβασμα:''' -ατος, τό, [[αντικείμενο]] ιερού δέους, σεβασμού ή λατρείας, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέβασμα Medium diacritics: σέβασμα Low diacritics: σέβασμα Capitals: ΣΕΒΑΣΜΑ
Transliteration A: sébasma Transliteration B: sebasma Transliteration C: sevasma Beta Code: se/basma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that for which awe is felt, an object of awe or worship, D.H.1.30, Act.Ap.17.23, etc.    II = σέβασις, D.H.5.1.

German (Pape)

[Seite 867] τό, das Verehrte, Bewunderte, der Gegenstand der Verehrung, N. T., Clem. Al. u. a. Sp. Auch = Vorigem, D. Hal. 1, 30. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σέβασμα: τό, τὸ πρᾶγμα πρὸ τοῦ ὁποίου αἰσθάνεταί τις σεβασμόν, ἀντικείμενο σεβασμοῦ καὶ λατρείας Διον. Ἁλ. 1. 30, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 23, Κλήμ. Ἀλ. 696, κτλ. ΙΙ. = σέβασις, Διον. Ἁλ. 5. 1, Κλήμ. Ἀλ. 829.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet d’adoration ou de vénération;
2 culte.
Étymologie: σεβάζω.

English (Strong)

from σεβάζομαι; something adored, i.e. an object of worship (god, altar, etc): devotion, that is worshipped.

English (Thayer)

σεβασματος, τό (σεβάζομαι), whatever is religiously honored, an object of worship: Bel and the Dragon , 27; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 1,30).

Greek Monolingual

το, ΝΑ σεβάζομαι
νεοελλ.
στον πληθ. τα σεβάσματα
τα σέβη («τα σεβάσματά μου στους γονείς σου»)
αρχ.
1. η σέβασις
2. αντικείμενο σεβασμού και θαυμασμού.

Greek Monotonic

σέβασμα: -ατος, τό, αντικείμενο ιερού δέους, σεβασμού ή λατρείας, σε Καινή Διαθήκη