σταλαγμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταλαχμός]] και [[σταλαμός]] Ν [[σταλάσσω]]<br />το να σταλάζει [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]], το να πέφτει [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.<br />θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[γείσο]] της σκεπής από όπου σταλάζει το [[νερό]], [[υδρορρόη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] που πέφτει από το [[στόμα]] ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων<br /><b>2.</b> ελάχιστη [[ποσότητα]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> πολύ [[μικροκαμωμένος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τύχης [[σταλαγμός]]» — σπάνια [[περίπτωση]] τύχης.
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταλαχμός]] και [[σταλαμός]] Ν [[σταλάσσω]]<br />το να σταλάζει [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]], το να πέφτει [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.<br />θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[γείσο]] της σκεπής από όπου σταλάζει το [[νερό]], [[υδρορρόη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] που πέφτει από το [[στόμα]] ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων<br /><b>2.</b> ελάχιστη [[ποσότητα]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> πολύ [[μικροκαμωμένος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τύχης [[σταλαγμός]]» — σπάνια [[περίπτωση]] τύχης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στᾰλαγμός:''' ὁ ([[σταλάσσω]]), [[στάξιμο]], [[στάλαξη]], [[σταγόνα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>σταλαγμὸς εἰρήνης</i>, ύστατη [[ελπίδα]] για [[ειρήνευση]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταλαγμός Medium diacritics: σταλαγμός Low diacritics: σταλαγμός Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΟΣ
Transliteration A: stalagmós Transliteration B: stalagmos Transliteration C: stalagmos Beta Code: stalagmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A dropping, dripping, from the mouth of horses and hunted animals, A.Th.61, Eu.247, cf.783 (lyr.); φόνου E.Hec.241 (pl.); αἵματος Id.Ion 351,1003 (pl.); of a profuse sweat, Hp.Aph.7.85, cf. Gal.19.140; ὁ σ. κατατρίβει τοὺς λίθους Arist.Ph.253b15; κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σ., of stalactites, Id.Mir.834b32; also σμύρνης S.Fr.370 (pl.): metaph., σ. εἰρήνης the least drop of... Ar.Ach.1033; τύχης σ. Diog.Sinop.2; contemptuously of a little man, Anaxandr.34.3. (σταλαγμούς is unmetrical in Arat.966: σταλαημούς cj. Koechly, cf. σταλεηδόνες.)

German (Pape)

[Seite 928] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλαγμός: ὁ, (σταλάσσω) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «σταγών, ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - ὡσαύτως, στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός χάριν τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = ὀδύνη.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écoulement goutte à goutte.
Étymologie: σταλάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν σταλάσσω
το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.
θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ.
γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το γείσο της σκεπής από όπου σταλάζει το νερό, υδρορρόη
αρχ.
1. σταγόνα που πέφτει από το στόμα ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων
2. ελάχιστη ποσότητα
3. ειρων. πολύ μικροκαμωμένος άνθρωπος
4. φρ. «τύχης σταλαγμός» — σπάνια περίπτωση τύχης.

Greek Monotonic

στᾰλαγμός: ὁ (σταλάσσω), στάξιμο, στάλαξη, σταγόνα, σε Αισχύλ., Ευρ.· σταλαγμὸς εἰρήνης, ύστατη ελπίδα για ειρήνευση, σε Αριστοφ.