σπουδαστής: Difference between revisions
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[σπουδάστρια]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] και [[ιδίως]] [[νέος]] που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την [[εκμάθηση]] κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οι Σπουδασταί τών Γραφών» — χιλιαστική [[αίρεση]] η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική με την [[ονομασία]] Διεθνής Σύλλογος τών Σπουδαστών της Γραφής<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[οπαδός]], ο [[θιασώτης]] κάποιου («σπουδαστὰς ἔχει τῶν λόγων [[ἑκάτερος]] διὰ Καίσαρα καὶ Κάτωνα πολλούς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδάζω]]. Το νεοελλ. [[σπουδάστρια]] μαρτυρείται από το 1887 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[σπουδάστρια]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] και [[ιδίως]] [[νέος]] που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την [[εκμάθηση]] κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οι Σπουδασταί τών Γραφών» — χιλιαστική [[αίρεση]] η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική με την [[ονομασία]] Διεθνής Σύλλογος τών Σπουδαστών της Γραφής<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[οπαδός]], ο [[θιασώτης]] κάποιου («σπουδαστὰς ἔχει τῶν λόγων [[ἑκάτερος]] διὰ Καίσαρα καὶ Κάτωνα πολλούς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδάζω]]. Το νεοελλ. [[σπουδάστρια]] μαρτυρείται από το 1887 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπουδαστής:''' -οῦ, ὁ ([[σπουδάζω]]), αυτός που επιθυμεί το καλό του άλλου, [[υποστηρικτής]], [[θιασώτης]], [[οπαδός]], Λατ. [[fautor]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who wishes well to another, supporter, partisan, Plu.Caes.54, Art.26.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, der Einem wohl will, Anhänger, Gönner, Plut. Artax. 26 Caes. 54.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιζητῶν τὸ καλὸν τοῦ ἄλλου, ὑποστηρικτής, φατριαστής, φίλος πολιτικός, θιασώτης, Λατιν. fautor, Πλουτ. Καῖσ. 54, Ἀρτοξ. 26.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
partisan ou défenseur de qqn.
Étymologie: σπουδάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σπουδάστρια, Ν
νεοελλ.
1. άτομο και ιδίως νέος που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την εκμάθηση κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας
2. φρ. «οι Σπουδασταί τών Γραφών» — χιλιαστική αίρεση η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική με την ονομασία Διεθνής Σύλλογος τών Σπουδαστών της Γραφής
αρχ.
ο οπαδός, ο θιασώτης κάποιου («σπουδαστὰς ἔχει τῶν λόγων ἑκάτερος διὰ Καίσαρα καὶ Κάτωνα πολλούς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάζω. Το νεοελλ. σπουδάστρια μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Greek Monotonic
σπουδαστής: -οῦ, ὁ (σπουδάζω), αυτός που επιθυμεί το καλό του άλλου, υποστηρικτής, θιασώτης, οπαδός, Λατ. fautor, σε Πλούτ.