συμμεθίστημι: Difference between revisions
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συμμεθίσταμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> [[αλλάζω]] [[θέση]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεθίστημι]] «[[μεταφέρω]], [[μεταβάλλω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συμμεθίσταμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> [[αλλάζω]] [[θέση]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεθίστημι]] «[[μεταφέρω]], [[μεταβάλλω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμμεθίστημι:'''<b class="num">I.</b> [[συμμετέχω]] στη [[μεταβολή]] κάποιου πράγματος, [[συμμεταβάλλω]]· γʹ ενικ. <i>συμμεθιστᾷ</i> (από <i>-[[ιστάω]]</i>), σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[αλλάζω]] συγχρόνως [[θέση]] με κάποιον, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A change at the same time, Arist.Pr.940b5; 3sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάω) Str.1.3.13. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., change places simultaneously with another, Plu.Pyrrh.16, etc.
German (Pape)
[Seite 981] (s. ἵστημι), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεθίστημι: συμμεταβάλλω, Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ αὐτοῦ θέσιν καὶ κινούμενον ὅπως καὶ ἐκεῖνος, Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 συμμετέστην, etc.
se déplacer ou changer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεθίστημι.
Greek Monolingual
Α
1. μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. (το παθ.) συμμεθίσταμαι
(αμτβ.) αλλάζω θέση ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεθίστημι «μεταφέρω, μεταβάλλω»].
Greek Monolingual
Α
1. μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. (το παθ.) συμμεθίσταμαι
(αμτβ.) αλλάζω θέση ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεθίστημι «μεταφέρω, μεταβάλλω»].
Greek Monotonic
συμμεθίστημι:I. συμμετέχω στη μεταβολή κάποιου πράγματος, συμμεταβάλλω· γʹ ενικ. συμμεθιστᾷ (από -ιστάω), σε Στράβ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., αλλάζω συγχρόνως θέση με κάποιον, σε Πλούτ.