συνδέομαι: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] κάποιον για [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέομαι]] «[[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] κάποιον για [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέομαι]] «[[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνδέομαι:''' αποθ., [[παρακαλώ]], [[επαιτώ]] από κοινού, <i>τινος</i>, [[κάτι]] από κάποιον, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A join in entreating, c. dat., Plu.Caes.66; σ. τινὶ ἵνα . . Pl.Prm.136e; σ. τινὸς μὴ ποιεῖν τι beg of him also . ., Id.Ep.318c; τί τινος something of a person, D.36.57.
German (Pape)
[Seite 1006] (s. δέομαι), mit od. zugleich bedürfen, bitten; τινί, mit Einem, Plat. Parm. 136 e; μετὰ Θεοδότου συνεδεήθην σοῦ μὴ ποιεῖν ταῦτα, Ep. III, 318 c; Sp., wie Plut. Demetr. 51.
Greek (Liddell-Scott)
συνδέομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. περί τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.
French (Bailly abrégé)
demander ou prier en même temps ou avec : σ. περί τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.
Étymologie: σύν, δέομαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δέομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»].
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δέομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»].
Greek Monotonic
συνδέομαι: αποθ., παρακαλώ, επαιτώ από κοινού, τινος, κάτι από κάποιον, σε Δημ.