σφώ: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφῶϊ]], Α<br />(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. του β' προσ. της προσ. αντων. <i>σύ</i>) εσείς οι δύο (α. «[[Ζεὺς]] σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ' ἐλθέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἀμφοτέρω γὰρ [[σφῶϊ]] φιλεῑ... [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=και [[σφῶϊ]], Α<br />(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. του β' προσ. της προσ. αντων. <i>σύ</i>) εσείς οι δύο (α. «[[Ζεὺς]] σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ' ἐλθέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἀμφοτέρω γὰρ [[σφῶϊ]] φιλεῑ... [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφώ:''' συγκεκ. ονομ. και αιτ. αντί [[σφῶϊ]], βλ. σύ II.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφώ Medium diacritics: σφώ Low diacritics: σφω Capitals: ΣΦΩ
Transliteration A: sphṓ Transliteration B: sphō Transliteration C: sfo Beta Code: sfw/

English (LSJ)

   A v. σύ 11, σφωέ.

German (Pape)

[Seite 1053] attische Abkürzung von σφῶϊ, die sich auch in der Il. findet, z. B. 11, 782; für σφωέ aber zw., denn Il. 17, 531 wird jetzt richtig σφω' Αἴαντε gelesen.

Greek (Liddell-Scott)

σφώ: συνεσταλμένη ὀνομ. καὶ αἰτ. ἀντὶ σφῶι, ἴδε ἐν λ. σὺ ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

contr. de σφῶϊ.

English (Autenrieth)

gen. and dat. σφῶιν, σφῷν: dual of σύ, ye two, you two, you both, Il. 1.336, , Il. 11.776, . σφῶι and σφῶιν are never enclitic.

Greek Monolingual

και σφῶϊ, Α
(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. του β' προσ. της προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ' ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ.
β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

σφώ: συγκεκ. ονομ. και αιτ. αντί σφῶϊ, βλ. σύ II.