τλήθυμος: Difference between revisions
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[τλάθυμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[καρτερόψυχος]], [[υπομονητικός]]<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>-/<i>τλᾱ</i>-, που ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τελᾱ</i>- του επιθ. [[τάλας]] (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐχέ</i>-<i>θυμος</i>)]. | |mltxt=και δωρ. τ. [[τλάθυμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[καρτερόψυχος]], [[υπομονητικός]]<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>-/<i>τλᾱ</i>-, που ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τελᾱ</i>- του επιθ. [[τάλας]] (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐχέ</i>-<i>θυμος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τλήθῡμος:''' Δωρ. τλά-θυμος, -ον, αυτός που έχει καρτερική [[ψυχή]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. τλάθ- [ᾱ], ον,
A of enduring soul, stout-hearted, Ὀδυσσεύς AP9.472; τ. κύων a staunch hound, Pi.Fr.234; ἀλκὰ παγκρατίου τ. Id.N.2.15.
German (Pape)
[Seite 1123] mit standhaftem Gemüthe, wie Odysseus; Ep. ad. (IX, 472); Agath. 55 (IX, 644); dreist, kühn, muthig.
Greek (Liddell-Scott)
τλήθῡμος: Δωρικ. τλάθ-, ον, ὁ ἔχων καρτερικὴν ψυχήν, καρτερόθυμος, Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Π. 9. 472· τλ. κύων, ἰσχυρός, εὔρωστος, Πινδ. Ἀποσπ. 258· τλ. ἀλκὰ παγκρατίου ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2, 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’âme courageuse.
Étymologie: τλάω, θυμός.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τλάθυμος, -ον, Α
1. καρτερόψυχος, υπομονητικός
2. ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-/τλᾱ-, που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ- του επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ. ἐχέ-θυμος)].
Greek Monotonic
τλήθῡμος: Δωρ. τλά-θυμος, -ον, αυτός που έχει καρτερική ψυχή, σε Ανθ.