ὑλήεις: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[ὑλάεις]], -εσσα, -εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α<br /><b>1.</b> [[δασώδης]], σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ήεις</i>, <b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>)]. | |mltxt=και δωρ. τ. [[ὑλάεις]], -εσσα, -εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α<br /><b>1.</b> [[δασώδης]], σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ήεις</i>, <b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλήεις:''' -εσσα, -εν ([[ὕλη]]), επίσης [[ὑλήεις]] ως θηλ.· Δωρ. [[ὑλάεις]], συνηρ. ουδ. πληθ. <i>ὑλάεντα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[δασώδης]], [[δρυμώδης]], σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· <i>ἄταρπος ὑλήεσσα</i>, μέσω του δάσους, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], εσσα, εν, but ὑλήεις as fem. in Od.1.246; ὑλήειν as neut., Choerob. in Theod.2.214 H., cj. in Archil.74.9; Dor. ὑλάεις (v. infr.): (ὕλη):—
A woody, wooded, πρών Il.17.748; Ζάκυνθος, Νήϊον, Od.1.246, 186; ὄρος, Ἴδη, Hes.Th.484, 1010; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα S.Aj.1218 (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη E.Hel.1303 (lyr.); πλόος, ἀταρπὸς ὑ., through the wood or dense growth, Antim.62, AP10.22 (Bianor). 2 dwelling in the woods, ib.9.524.21.
German (Pape)
[Seite 1177] εσσα, εν, holzig, waldig, waldreich; Hom. öfters, der es auch 2 Endgn braucht, Od. 1, 246; ἵν' ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1197; ἀν' ὑλάεντα νάπη, Eur. Hel. 1319. Auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλήεις: εσσα, εν, ἀλλὰ ὑλήεις ὡς θηλ. ἐν Ὀδ. Α. 246· Δωρ. ὑλάεις, συνῃρ. οὐδ. πληθ. ὑλᾶντα, ἴδε κατωτ.· (ὕλη)· - δασώδης, δρυμώδης, πρὼν Ἰλ. Ρ. 248· Ζάκυνθος, Νήιον Ὀδ. Α. 246, 186· ὄρος, Ἴδη Ἡσιόδ. Θεογ. 484. 1010· πρόβλημα Σοφ. Αἴ. 1218· ἀν’ ὑλᾶντα νάπη Εὐρ. Ἑλ. 1303 ἀταρπός, πλόος ὑλ., διὰ μέσου δάσους, Ἀνθ. Π. 10. 22, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 54. 2) ὁ ἐν δάσει κατοικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 524.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
couvert de bois, boisé.
Étymologie: ὕλη.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑλάεις, -εσσα, -εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α
1. δασώδης, σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», Ησίοδ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση
3. φρ. «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, βλ. και λ. -όεις)].
Greek Monotonic
ὑλήεις: -εσσα, -εν (ὕλη), επίσης ὑλήεις ως θηλ.· Δωρ. ὑλάεις, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλάεντα·
1. δασώδης, δρυμώδης, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· ἄταρπος ὑλήεσσα, μέσω του δάσους, σε Ανθ.
2. αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ.