ὑλοφόρος: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. [[ὑληφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει ξύλα<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) αυτός από τον οποίο παράγεται [[ξυλεία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὑλοφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αριστομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=και αττ. τ. [[ὑληφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει ξύλα<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) αυτός από τον οποίο παράγεται [[ξυλεία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὑλοφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αριστομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A carrying wood, a wood-carrier, AP9.335 (Leon.); οἱ ὑ., name of a play by Aristomenes:—also ὑληφόρος, ἡ, Ar.Ach.272. II of a mountain, wooded, Plb.3.55.9.
German (Pape)
[Seite 1177] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ξύλα, ξυλοφόρος, Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς ὡσαύτως ὑληφόρος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, δασώδης, Πολύβ. 3. 55, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte du bois;
2 qui produit du bois, boisé.
Étymologie: ὕλη, φέρω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑληφόρος, -ον, Α
1. αυτός που μεταφέρει ξύλα
2. (για βουνό) αυτός από τον οποίο παράγεται ξυλεία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) Ὑλοφόροι
τίτλος δράματος του Αριστομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -φόρος].
Greek Monotonic
ὑλοφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.