τυραννοκτόνος: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον [[ξίφος]] κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.<br />β. «τυραννοκτόνον [[πάθος]]», Φάλ.)<br /><b>2.</b> φονέας τυράννου<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι τυραννοκτόνοι</i><br />οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]]. | |mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον [[ξίφος]] κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.<br />β. «τυραννοκτόνον [[πάθος]]», Φάλ.)<br /><b>2.</b> φονέας τυράννου<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι τυραννοκτόνοι</i><br />οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ, ἡ ([[κτείνω]]), [[φονιάς]] τυράννου, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ὁ, ἡ,
A slayer of a tyrant, D.S.16.14, Plu.2.256f, Luc. Tyr.1, Lib.Decl.43.32:—as Adj., πάθος, τιμαὶ τ., of slaying a tyrant, Phalar.Ep.70.1.
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., πάθος, τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
meurtrier d’un tyran.
Étymologie: τύραννος, κτείνω.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.
β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.)
2. φονέας τυράννου
3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι
οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.