τριγένεια: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τριγενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[σχέση]] που συνδέει [[τρία]] γένη, π.χ. τα [[τέκνα]] του ενός από τους συζύγους, από προϋπάρξαντα γάμο του, με τα [[τέκνα]] του άλλου συζύγου από προϋπάρξαντα γάμο του<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η διά γάμου [[εμπλοκή]] τρίτου γένους στην εξ αγχιστείας [[συγγένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τρίτο [[γένος]], [[τρίτη]] [[γενεά]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] τριγενές<br /><b>3.</b> [[τρία]] είδη («οἱ ἀπὸ τῆς στοᾱς τριγένειαν καὶ αὐτοί φασιν [[εἶναι]] ἀγαθῶν», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τριγενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[σχέση]] που συνδέει [[τρία]] γένη, π.χ. τα [[τέκνα]] του ενός από τους συζύγους, από προϋπάρξαντα γάμο του, με τα [[τέκνα]] του άλλου συζύγου από προϋπάρξαντα γάμο του<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η διά γάμου [[εμπλοκή]] τρίτου γένους στην εξ αγχιστείας [[συγγένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τρίτο [[γένος]], [[τρίτη]] [[γενεά]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] τριγενές<br /><b>3.</b> [[τρία]] είδη («οἱ ἀπὸ τῆς στοᾱς τριγένειαν καὶ αὐτοί φασιν [[εἶναι]] ἀγαθῶν», Σέξτ. Εμπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐγένεια:''' ἡ, η [[τρίτη]] [[γενιά]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγένεια Medium diacritics: τριγένεια Low diacritics: τριγένεια Capitals: ΤΡΙΓΕΝΕΙΑ
Transliteration A: trigéneia Transliteration B: trigeneia Transliteration C: trigeneia Beta Code: trige/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A a third generation, εἰς τ. παραμένειν Str.2.1.14; οἱ ἐκ τριγενείας στιγματίαι v. l. in Ph.2.446; cf. τριγονία.    II threefold gender (implied in one form), A.D. Synt.212.23; τὰ διὰ μιᾶς φωνῆς τριγένειαν ὑπαγορεύοντα Id.Adv.141.22.    III τ. ἀγαθῶν three kinds of goods, Stoic.ap.S.E.P.3.181.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγένεια: ἡ, τρίτη γενεά, εἰς τρ. μένειν Στράβ. 73. ΙΙ. τριπλοῦν γένος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 134. ΙΙΙ. τρ. ἀγαθῶν, τρία εἴδη ἀγαθῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 3. 181.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 troisième génération;
2 t. de gramm. qualité d’un nom à trois genres;
3 t. stoïcien triple sorte.
Étymologie: τριγενής.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τριγενής
νεοελλ.
1. η σχέση που συνδέει τρία γένη, π.χ. τα τέκνα του ενός από τους συζύγους, από προϋπάρξαντα γάμο του, με τα τέκνα του άλλου συζύγου από προϋπάρξαντα γάμο του
2. (νομ.) η διά γάμου εμπλοκή τρίτου γένους στην εξ αγχιστείας συγγένεια
αρχ.
1. τρίτο γένος, τρίτη γενεά
2. γραμμ. το να είναι κάτι τριγενές
3. τρία είδη («οἱ ἀπὸ τῆς στοᾱς τριγένειαν καὶ αὐτοί φασιν εἶναι ἀγαθῶν», Σέξτ. Εμπ.).

Greek Monotonic

τρῐγένεια: ἡ, η τρίτη γενιά, σε Στράβ.