ὑποπτυχίς: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[πτυχή]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῡ [[θώρακος]] οὐκ ἐτρώθη», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτυχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ψηφ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[πτυχή]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῡ [[θώρακος]] οὐκ ἐτρώθη», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτυχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ψηφ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπτῠχίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[πτυχή]]), [[κλείδωση]], [[άρθρωση]], <i>τοῦ [[θώρακος]]</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπτῠχίς Medium diacritics: ὑποπτυχίς Low diacritics: υποπτυχίς Capitals: ΥΠΟΠΤΥΧΙΣ
Transliteration A: hypoptychís Transliteration B: hypoptychis Transliteration C: ypoptychis Beta Code: u(poptuxi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A joint, τοῦ θώρακος Plu.Alex.16.

German (Pape)

[Seite 1230] ίδος, ἡ, Falte, Fuge, θώρακος, Plut. Alex. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ, «τὸ μέρος ὅπου πτύσεται ὁ θώραξ παρὰ τὸν βουβῶνα» (Κοραῆς), ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη Πλουτ. Ἀλέξ. 16.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pli en dessous ; θώρακος PLUT défaut de la cuirasse.
Étymologie: ὑπό, πτύσσω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῡ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].

Greek Monotonic

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ (πτυχή), κλείδωση, άρθρωση, τοῦ θώρακος, σε Πλούτ.