χαλκεοτευχής: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[χαλκοτευχής]], -ές, Α<br />οπλισμένος με χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>τευχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] «[[αντικείμενο]], όπλο»), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>τευχής</i>, <i>τοξο</i>-<i>τευχής</i>].
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[χαλκοτευχής]], -ές, Α<br />οπλισμένος με χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>τευχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] «[[αντικείμενο]], όπλο»), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>τευχής</i>, <i>τοξο</i>-<i>τευχής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκεοτευχής:''' -ές ([[τεῦχος]]), οπλισμένος με χάλκινα όπλα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεοτευχής Medium diacritics: χαλκεοτευχής Low diacritics: χαλκεοτευχής Capitals: ΧΑΛΚΕΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: chalkeoteuchḗs Transliteration B: chalkeoteuchēs Transliteration C: chalkeotefchis Beta Code: xalkeoteuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A armed in brass, E.Supp.999 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1330] in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοτευχής: -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, ἔνθα πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς ἐναντίον τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à l’armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, τεῦχος.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. χαλκοτευχής, -ές, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -τευχής (< τεῦχος «αντικείμενο, όπλο»), πρβλ. -τευχής, τοξο-τευχής].

Greek Monotonic

χαλκεοτευχής: -ές (τεῦχος), οπλισμένος με χάλκινα όπλα, σε Ευρ.