χερσονησοειδής: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και χερρονησοειδής, -ές, Α<br />όμοιος στο [[σχήμα]] με χερσόνησο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] /[[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=και χερρονησοειδής, -ές, Α<br />όμοιος στο [[σχήμα]] με χερσόνησο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] /[[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χερσονησοειδής:''' μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ές ([[εἶδος]]), όμοιος με χερσόνησο, [[χερσονησοειδής]], λέγεται για τη χερσόνησο του Άθω, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσονησοειδής Medium diacritics: χερσονησοειδής Low diacritics: χερσονησοειδής Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chersonēsoeidḗs Transliteration B: chersonēsoeidēs Transliteration C: chersonisoeidis Beta Code: xersonhsoeidh/s

English (LSJ)

later χερρ-, ές,

   A peninsular, Hdt.7.22, Str.9.1.9; σκόπελος, of Circeii, D.H.4.63.

German (Pape)

[Seite 1351] ές, att. χεῤῥον., von der Art einer Halbinsel, ihr ähnlich; Her. 7, 22; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

χερσονησοειδής: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ές, ὅμοιος πρὸς χερσόνησον, ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Ἡρόδ. 7. 22, Στράβ. 393· καὶ χερρονησώδης, ες, ὁ αὐτ. 683.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à une presqu’île.
Étymologie: χερσόνησος, εἶδος.

Greek Monolingual

και χερρονησοειδής, -ές, Α
όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + -ειδής].

Greek Monotonic

χερσονησοειδής: μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ές (εἶδος), όμοιος με χερσόνησο, χερσονησοειδής, λέγεται για τη χερσόνησο του Άθω, σε Ηρόδ.