ψευδαπόστολος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(47c) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />([[κυρίως]] εκκλ.) [[άτομο]] που παρουσιάζεται ως [[απόστολος]] [[χωρίς]] να [[είναι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απόστολος]] του ψεύδους, [[άτομο]] που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόστολος]]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br />([[κυρίως]] εκκλ.) [[άτομο]] που παρουσιάζεται ως [[απόστολος]] [[χωρίς]] να [[είναι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απόστολος]] του ψεύδους, [[άτομο]] που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόστολος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψευδᾰπόστολος:''' ὁ, [[ψεύτικος]] [[απόστολος]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A false ambassador or apostle, 2 Ep.Cor.11.13.
German (Pape)
[Seite 1393] ὁ, falscher Gesandter, Apostel, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψευδὴς ἀπόστολος ἢ πρεσβευτὴς, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 13, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
faux apôtre.
Étymologie: ψευδής, ἀπόστολος.
English (Strong)
from ψευδής and ἀπόστολος; a spurious apostle, i.e. pretended pracher: false teacher.
English (Thayer)
ψευδαποστολου, ὁ (ψευδής and ἀπόστολος), a false apostle, one who falsely claims to be an ambassador of Christ: 2 Corinthians 11:13.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι
νεοελλ.
απόστολος του ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀπόστολος.