ψαμμίτης: Difference between revisions
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και ψαμῑτις, -ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> ιζηματογενές [[πέτρωμα]] αποτελούμενο από κόκκους άμμου συνενωμένους με [[ορυκτή]] συνδετική ύλη (α. «[[αργιλικός]] [[ψαμμίτης]]» β. «[[ασβεστολιθικός]] [[ψαμμίτης]]» γ. «[[πυριτικός]] [[ψαμμίτης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που αποτελείται από άμμο, [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ψαμμίτης</i><br />(ενν. <i>Αριθμός</i>) [[τίτλος]] πραγματείας του Αρχιμήδους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὗς ψαμμῑτις» — [[χέλι]] που ζει στην άμμο <b>(Αρχέστρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάμμος]] «[[άμμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] /-<i>ῖτις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=ο, ΝΑ, και ψαμῑτις, -ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> ιζηματογενές [[πέτρωμα]] αποτελούμενο από κόκκους άμμου συνενωμένους με [[ορυκτή]] συνδετική ύλη (α. «[[αργιλικός]] [[ψαμμίτης]]» β. «[[ασβεστολιθικός]] [[ψαμμίτης]]» γ. «[[πυριτικός]] [[ψαμμίτης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που αποτελείται από άμμο, [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ψαμμίτης</i><br />(ενν. <i>Αριθμός</i>) [[τίτλος]] πραγματείας του Αρχιμήδους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὗς ψαμμῑτις» — [[χέλι]] που ζει στην άμμο <b>(Αρχέστρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάμμος]] «[[άμμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] /-<i>ῖτις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψαμμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, [[αμμώδης]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A from sand, δόρπος AP9.551 (Antiphil.). 2 (sc. ἀριθμός) name of a treatise (Arenarius) by Archimedes. II ὗς ψαμμῖτις
A sand-eel, Archestr.Fr.22.2.
German (Pape)
[Seite 1391] ὁ, fem. ψαμμῖτις, von Sand, sandig; δόρπος Antiphil. 45 (IX, 551); Archestr. bei Ath. VII, 327 f.
Greek (Liddell-Scott)
ψαμμίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξ ἄμμου, ἀμμώδης, Ἀνθ. Παλατ. 9, 551· ― ὄνομα πραγματείας τινὸς (Arenarius) τοῦ Ἀρχιμήδους. ΙΙ. ὗς ψαμμῖτις, ἔγχελυς τῆς ἄμμου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326F.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de sable.
Étymologie: ψάμμος.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και ψαμῑτις, -ίτιδος, ἡ, Α
νεοελλ.
(πετρογρ.) ιζηματογενές πέτρωμα αποτελούμενο από κόκκους άμμου συνενωμένους με ορυκτή συνδετική ύλη (α. «αργιλικός ψαμμίτης» β. «ασβεστολιθικός ψαμμίτης» γ. «πυριτικός ψαμμίτης»)
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που αποτελείται από άμμο, αμμώδης
2. ως κύριο όν. Ψαμμίτης
(ενν. Αριθμός) τίτλος πραγματείας του Αρχιμήδους
3. φρ. «ὗς ψαμμῑτις» — χέλι που ζει στην άμμο (Αρχέστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + επίθημα -ίτης /-ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].
Greek Monotonic
ψαμμίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, αμμώδης, σε Ανθ.