ὠλεσίοικος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὀλεσίοικος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, την οικογένειά του<br /><b>2.</b> αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την [[περιουσία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i> οφείλεται πιθ. σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και [[ὀλεσίοικος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, την οικογένειά του<br /><b>2.</b> αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την [[περιουσία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i> οφείλεται πιθ. σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠλεσίοικος:''' -ον, αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλεσίοικος Medium diacritics: ὠλεσίοικος Low diacritics: ωλεσίοικος Capitals: ΩΛΕΣΙΟΙΚΟΣ
Transliteration A: ōlesíoikos Transliteration B: ōlesioikos Transliteration C: olesioikos Beta Code: w)lesi/oikos

English (LSJ)

ον,

   A destroying the house, τὰν ὠ. θεόν (sc. Ἐρινύν) A.Th.720 (lyr.); ἀνάστασιν ὠλεσίοικον Orph.Fr.285.26; ἁρπαγαὶ ὠ. ib.58; written ὀλεσ- in Lib. Decl.26.32 codd.    II squandering one's substance, Com.Adesp. 1200.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλεσίοικος: -ον, ὁ τὸν οἶκον καταστρέφων, τὰν ὠλ. θεὸν (ἐξυπακ. Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Θήβ. 720· ― τοῦτο δὲ ἀναγνωστέον ἀντὶ ὀλεσ-, παρὰ Λιβαν. 4. 143, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 701. ΙΙ. ὁ διασκορπίζων τὴν ἑαυτοῦ περιουσίαν, οἰκοφθόρος, ἄσωτος, Α. Β. 318, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui perd les maisons, les familles;
2 qui ruine une maison par ses dépenses.
Étymologie: ὄλλυμι, οἶκος.

Greek Monolingual

και ὀλεσίοικος, -ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του
2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + οἶκος (πρβλ. σωσί-οικος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-οικος οφείλεται πιθ. σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

ὠλεσίοικος: -ον, αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, σε Αισχύλ.