ἄσπλαγχνος: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄσπλαγχνος:''' -ον ([[σπλάγχνον]]), αυτός που δεν έχει [[σπλάγχνα]] ή [[καρδιά]]· μεταφ., [[άκαρδος]], [[άψυχος]], [[δειλός]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἄσπλαγχνος:''' -ον ([[σπλάγχνον]]), αυτός που δεν έχει [[σπλάγχνα]] ή [[καρδιά]]· μεταφ., [[άκαρδος]], [[άψυχος]], [[δειλός]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσπλαγχνος:''' лишенный нутра, т. е. малодушный Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without bowels, or rather, without heart: metaph., dastard, S.Aj.472; unsympathetic, merciless, Chrysipp.Stoic.2.249. Adv. ἀσπλάγχν-νως Hsch. s.v. ἀνηλεῶς. II not eating σπλάγχνα, Pl.Com.113.
German (Pape)
[Seite 374] (σπλάγχνον), ohne Eingeweide, dah. herzlos, feig, Soph. Ai. 467, Schol. ἀκάρδιος, δειλός. – Der nicht gegessen hat, Plat. c. Ath. XIV, 644 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans cœur litt. sans entrailles, lâche.
Étymologie: ἀ, σπλάγχνον.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene valor, que no tiene coraje γέροντι δηλώσω πατρὶ μή τοι φύσιν γ' ἄ. ἐκ κείνου γεγώς S.Ai.472, cf. Hsch.
2 sin entrañas, cruel, inmisericorde Chrysipp.Stoic.2.249, Sch.A.Th.237a, τίς ἐστιν οὗτος ὁ ποιμὴν ὁ οὕτως ἄ.; Herm.Sim.6.3, κεφαλὴ βασιλίσκων ἄ. Aq.De.32.33, cf. Sm.Pr.17.11, Pall.H.Laus.68.2.
3 que no cata la asadura μόνος ... ἄ. Pl.Com.121.
II adv. -ως cruelmente Hsch.s.u. ἀνηλεῶς.
Greek Monotonic
ἄσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), αυτός που δεν έχει σπλάγχνα ή καρδιά· μεταφ., άκαρδος, άψυχος, δειλός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπλαγχνος: лишенный нутра, т. е. малодушный Soph.