εὔγηρυς: Difference between revisions

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔγηρυς:''' -υ, αυτός που ηχεί γλυκά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''εὔγηρυς:''' -υ, αυτός που ηχεί γλυκά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔγηρυς:''' υ сладкозвучный, мелодичный, певучий ([[ἀοιδή]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγηρυς Medium diacritics: εὔγηρυς Low diacritics: εύγηρυς Capitals: ΕΥΓΗΡΥΣ
Transliteration A: eúgērys Transliteration B: eugērys Transliteration C: eygirys Beta Code: eu)/ghrus

English (LSJ)

υ,

   A sweet-sounding, ἀοιδά Ar.Ra.213 (lyr.), cf. Opp.H.5.617.

German (Pape)

[Seite 1059] υ, wohl, laut tönend, Ar. Ran. 214; Opp. H. 5, 617.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγηρυς: υ, ἡδέως ἠχῶν, ἀοιδή Ἀριστοφ. Βάτρ. 213, Ὀππ. Ἁλ. 5. 617.

French (Bailly abrégé)

υς, υ;
au doux son.
Étymologie: εὖ, γῆρυς.

Greek Monolingual

εὔγηρυς, -υ (Α)
αυτός που ηχεί γλυκάεὔγηρυς ἀοιδά», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γήρυς «φωνή»].

Greek Monotonic

εὔγηρυς: -υ, αυτός που ηχεί γλυκά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔγηρυς: υ сладкозвучный, мелодичный, певучий (ἀοιδή Arph.).