ἐμπλέω: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]] (<i>ἐν</i>)· [[πλέω]] [[ανάμεσα]], [[ταξιδεύω]] μέσα, <i>πλοίῳ</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>οἱ ἐμπλέοντες</i>, τα πληρώματα, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐμπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]] (<i>ἐν</i>)· [[πλέω]] [[ανάμεσα]], [[ταξιδεύω]] μέσα, <i>πλοίῳ</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>οἱ ἐμπλέοντες</i>, τα πληρώματα, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπλέω:''' (fut. ἐμπλεύσομαι) плыть, плавать (πλοίῳ Her.): οἱ ἐμπλέοντες Thuc., Xen., Plut. мореплаватели, моряки. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A sail in, [πλοίοις] Hdt.7.184: abs., οἱ ἐμπλέοντες Th.3.77, X.Oec.8.8. 2 in Ion. form ἐμπλεκ-πλώω, float in or upon, Nic.Al.426, Opp.H.1.260 (ἐνιπ-), Aret.SD1.9, 2.1: part. ἐμπλέων loose, πῶρος Heliod. ap. Orib.45.6.8. 3 Pass., of the sea, πελάγη ναυσὶν ἐμπλεόμενα Ph.1.28, cf. 2.514.
German (Pape)
[Seite 814] (s. πλέω), darin schiffen, fahren; πλοίοις Her. 7, 184; οἱ ἐμπλέοντες, die Leute auf dem Schiffe, Thuc. 3, 77 u. Sp. Bei Aret. von Speisen, ein Aufstoßen verursachen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω ἔν τινι, ἄνευ τῶν σιταγωγῶν πλοίων καὶ ὅσοι ἐνέπλεον τούτοισι Ἡρόδ. 7. 184· ἀπολ., οἱ ἐμπλέοντες Θουκ. 3. 77, Ξεν. Οἰκ. 8. 8. 2) ἐπιπλέω, Νικ. Ἀλεξιφ. 426, ἐν τῷ τύπῳ ἐμπλώω, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 12., 2. 1.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμπλεύσομαι, etc.
naviguer dans ou sur, τινι ; οἱ ἐμπλέοντες les hommes d’équipage.
Étymologie: ἐν, πλέω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 c. suj. de pers. y dat. o giro prep. navegar en o dentro de ὅσοι ἐνέπλεον τούτοισι (τοῖς σιταγωγοῖς πλοίοις) Hdt.7.184, καθ' ἕκαστον (σκάφος) ἐμπλέοντες ὀλίγοι I.BI 3.523
•part. subst. οἱ ἐμπλέοντες Th.3.77, X.Oec.8.8, Fauorin.Fort.5, A.Io.67.1, Philostr.Her.74.9
•abs., fig. arribar ἐάν τι ... πάθω ὑπὸ τοῖνδε κασαλβάδοιν δεῦρ' ἐμπλέων si me pasa algo a manos de estas dos rameras por navegar hacia aquí Ar.Ec.1106.
2 c. suj. de cosa flotar en c. dat. πῶρος ἐμπλέων εὑρίσκεται τοῖς σώμασι Orib.45.6.8.
II tr. surcar, recorrer en v. pas. χέρσος θαλαττωθεῖσα ... ναυσὶν ἐμπλεῖται Ph.2.514, cf. 1.28.
Greek Monolingual
ἐμπλέω και ιων. τ. ἐμπλώω και ἐνιπλώω (Α)
1. ταξιδεύω
2. επιπλέω
3. παθ. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι.
Greek Monotonic
ἐμπλέω: μέλ. -πλεύσομαι (ἐν)· πλέω ανάμεσα, ταξιδεύω μέσα, πλοίῳ, σε Ηρόδ.· απόλ., οἱ ἐμπλέοντες, τα πληρώματα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπλέω: (fut. ἐμπλεύσομαι) плыть, плавать (πλοίῳ Her.): οἱ ἐμπλέοντες Thuc., Xen., Plut. мореплаватели, моряки.