ὀλοθρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(5)
(3b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοθρευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καταστροφέας]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὀλοθρευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καταστροφέας]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοθρευτής:''' οῦ ὁ истребитель, губитель NT.
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, der Verderber, N. T., Hesych. λυμεών.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
exterminateur.
Étymologie: ὀλοθρεύω.

English (Strong)

from ὀλοθρεύω; a ruiner, i.e. (specially), a venomous serpent: destroyer.

English (Thayer)

( ὀλοθρευτής), ὀλοθρευτοῦ, ὁ (ὀλοθρεύω, which see), a destroyer; found only in 1 Corinthians 10:10.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).

Greek Monotonic

ὀλοθρευτής: -οῦ, ὁ, καταστροφέας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀλοθρευτής: οῦ ὁ истребитель, губитель NT.