πτοία: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(35) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πτόα]] και [[πτόη]] και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ</i> / <i>πτοιῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτόηση]], [[μεγάλος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]] (α. «[[ἀδιήγητος]] κατεῑχε ταραχὴ καὶ [[πτοία]] τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b><br />β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέγερση]], [[ορμή]] της ψυχής, [[παρόρμηση]] (α. «[[πάθος]] ἐστὶ [[πτοία]] ψυχής», Ζήν.<br />β. «[[πτοία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ). | |mltxt=και [[πτόα]] και [[πτόη]] και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ</i> / <i>πτοιῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτόηση]], [[μεγάλος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]] (α. «[[ἀδιήγητος]] κατεῑχε ταραχὴ καὶ [[πτοία]] τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b><br />β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέγερση]], [[ορμή]] της ψυχής, [[παρόρμηση]] (α. «[[πάθος]] ἐστὶ [[πτοία]] ψυχής», Ζήν.<br />β. «[[πτοία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πτοία:''' ἡ = [[πτόα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—
A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6. II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.
Greek (Liddell-Scott)
πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.
Greek Monolingual
και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).
Russian (Dvoretsky)
πτοία: ἡ = πτόα.