ἐνθωρακίζω: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθωρᾱκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[οπλίζω]], [[εξοπλίζω]] κάποιον με θώρακα· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἐντεθωρακισμένος</i>, αυτός που [[φορά]] [[πανοπλία]], [[ένοπλος]], αρματωμένος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐνθωρᾱκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[οπλίζω]], [[εξοπλίζω]] κάποιον με θώρακα· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἐντεθωρακισμένος</i>, αυτός που [[φορά]] [[πανοπλία]], [[ένοπλος]], αρματωμένος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθωρᾱκίζω:''' надевать броню: ἐντεθωρακισμένος Xen. одетый в броню.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθωρᾱκίζω Medium diacritics: ἐνθωρακίζω Low diacritics: ενθωρακίζω Capitals: ΕΝΘΩΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: enthōrakízō Transliteration B: enthōrakizō Transliteration C: enthorakizo Beta Code: e)nqwraki/zw

English (LSJ)

   A arm: pf. part. Pass. ἐντεθωρακισμένος mailed, X.An. 7.4.16.

German (Pape)

[Seite 843] den Panzer anlegen, Xen. An. 7, 4, 16, ἐντεθωρακισμένος, gepanzert.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθωρακίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐνδύω τινὰ μὲ θώρακα, ὁπλίζω· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐντεθωρακισμένος, φορῶν πανοπλίαν, ἔνοπλος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16.

French (Bailly abrégé)

revêtir d’une cuirasse.
Étymologie: ἐν, θωρακίζω.

Spanish (DGE)

estar revestido de una coraza en perf. med. ἐντεθωρακισμένοι οἱ περὶ τὸν Ξενοφῶντα X.An.7.4.16.

Greek Monolingual

ἐνθωρακίζω (Α)
ντύνω κάποιον με θώρακα.

Greek Monotonic

ἐνθωρᾱκίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, οπλίζω, εξοπλίζω κάποιον με θώρακα· μτχ. Παθ. παρακ. ἐντεθωρακισμένος, αυτός που φορά πανοπλία, ένοπλος, αρματωμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθωρᾱκίζω: надевать броню: ἐντεθωρακισμένος Xen. одетый в броню.