ἀκρίβωμα: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρίβωμα]], το (Α) [[ἀκριβῶ]]<br /><b>1.</b> (στον Επίκουρο) η [[ακριβής]] [[γνώση]]<br /><b>2.</b> (στη [[μουσική]]) η σωστή [[ερμηνεία]] στην [[εκτέλεση]]. | |mltxt=[[ἀκρίβωμα]], το (Α) [[ἀκριβῶ]]<br /><b>1.</b> (στον Επίκουρο) η [[ακριβής]] [[γνώση]]<br /><b>2.</b> (στη [[μουσική]]) η σωστή [[ερμηνεία]] στην [[εκτέλεση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκρίβωμα:''' ατος (ῑ) τό точное (основательное) знание Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A exact knowledge, τὸ κατὰ μέρος ἀ. Epicur.Ep.1p.3U.; precise account, τινός ib.p.4 U. 2 consummate display of execution, in music, Phld. Mus.p.90 K. (pl.).
German (Pape)
[Seite 81] τό, genaue Kenntniß, Diog. L. 10, 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρίβωμα: τό, ἀκριβὴς γνῶσις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 36.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 descripción precisa o rigurosa τινός Epicur.Ep.[2] 36.6
•conocimiento riguroso τὸ κατὰ μέρος ἀ. Epicur.Ep.[2] 36.4.
2 construcción o ejecución rigurosa en las diversas artes, Phld.Mus.4.22.9.
Greek Monolingual
ἀκρίβωμα, το (Α) ἀκριβῶ
1. (στον Επίκουρο) η ακριβής γνώση
2. (στη μουσική) η σωστή ερμηνεία στην εκτέλεση.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρίβωμα: ατος (ῑ) τό точное (основательное) знание Diog. L.