κερκώπη: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(20)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερκώπη]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] τζιτζικιού με [[μακριά]] [[ουρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρκωψ]]. Το [[έντομο]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του σχήματος του κεντριού του].
|mltxt=[[κερκώπη]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] τζιτζικιού με [[μακριά]] [[ουρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρκωψ]]. Το [[έντομο]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του σχήματος του κεντριού του].
}}
{{elru
|elrutext='''κερκώπη:''' ἡ керкопа (длиннохвостая цикада) Arph.
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερκώπη Medium diacritics: κερκώπη Low diacritics: κερκώπη Capitals: ΚΕΡΚΩΠΗ
Transliteration A: kerkṓpē Transliteration B: kerkōpē Transliteration C: kerkopi Beta Code: kerkw/ph

English (LSJ)

ἡ, long-tailed

   A cicada, Ar.Fr.51, Epil.4, Alex.92.2, Speus. ap.Ath.4.133b; acc. κερκώπαν Ael.NA10.44.

German (Pape)

[Seite 1424] ἡ, eine Cicadenart (von κέρκος, ihrem Legestachel); Ar. bei Ath. IV, 133 b; vgl. Schol. Ar. Av. 1095 u. Ael. H. A. 10, 44.

Greek (Liddell-Scott)

κερκώπη: ἡ, εἶδος τέττιγος μετὰ μακρᾶς οὐρᾶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Ἐπίλυκος ἐν «Κωραλίσκῳ» 1, κτλ. (μνημονευόμενον παρ’ Ἀθην. 133Β)· αἰτ. κερκώπαν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 10. 44.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de cigale, insecte.
Étymologie: κέρκος.
Par. τέττιξ, μέμβραξ, ἀκανθίας.

Greek Monolingual

κερκώπη, ἡ (Α)
είδος τζιτζικιού με μακριά ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκωψ. Το έντομο ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματος του κεντριού του].

Russian (Dvoretsky)

κερκώπη: ἡ керкопа (длиннохвостая цикада) Arph.