τημελέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τημελέω:''' μέλ. <i>τημελήσω</i>, [[προστατεύω]], [[φροντίζω]], με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''τημελέω:''' μέλ. <i>τημελήσω</i>, [[προστατεύω]], [[φροντίζω]], με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τημελέω:''' <b class="num">1)</b> заботиться, ухаживать: ἐπιμελεῖσθαι καὶ τ. τινος Plat. окружать кого-л. вниманием и заботами; τ. τινα Eur., Plut. ухаживать за кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> приводить в порядок, убирать (σώματος Eur.; τὴν κεφαλήν Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τημελέω Medium diacritics: τημελέω Low diacritics: τημελέω Capitals: ΤΗΜΕΛΕΩ
Transliteration A: tēmeléō Transliteration B: tēmeleō Transliteration C: timeleo Beta Code: thmele/w

English (LSJ)

   A take care of, look after, c. acc., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει E.IA 731; οὐδ' ἐργάτης σίδηρος . . οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει Moschio Trag.6.12; αἱ γυναῖκες, ὅταν τέκωσι, τ. τοὺς ἄνδρας Nymphod.15; ἵνα μηδὲν ἄλλο ἢ ταύτην (sc. τὴν ἀρετὴν) καθάπερ ἀγαθὸς γεωργὸς τ. καὶ περιέπῃ Ph.1.52, cf. eund. ap. Eus.PE8.14; τημελοῦντες [τὴν ἀρχὴν] ὥσπερ νομεῖς Aristid.Or.26(14).18; τ. τὴν κεφαλήν Plu.Art.18, Artem.1.38, cf. Plu.2.148d, S.E.M.7.249: c. gen., σώματός τ' ἐτημέλει E.IT311, cf. Pl.Lg.953a:—Med., c. acc., D.H.4.67.

German (Pape)

[Seite 1108] sorgen, warten, pflegen; τινός, Eur. I. T. 311; τί, I. A. 731; neben ἐπιμελεῖσθαι, Plat.

Greek (Liddell-Scott)

τημελέω: ἐπιμέλομαι, φροντίζω, ἐπιβλέπω, μετ’ αἰτ., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει Εὐρ. Ι. Α. 731· τ. τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Ἀρτοξ. 18, πρβλ. 2. 148D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 249· μετὰ γεν., τημελοῦσι ποιμένων Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 18· σώματός τ’ ἐτημέλει Εὐρ. Ι. Τ. 311, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
prendre soin de, s’occuper de, acc. ou gén..
Étymologie: DELG étym. incertaine, pê de τηλε-μέλομαι « prévoir de loin ».

Greek Monotonic

τημελέω: μέλ. τημελήσω, προστατεύω, φροντίζω, με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., φροντίζω, επιμελούμαι, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

τημελέω: 1) заботиться, ухаживать: ἐπιμελεῖσθαι καὶ τ. τινος Plat. окружать кого-л. вниманием и заботами; τ. τινα Eur., Plut. ухаживать за кем-л.;
2) приводить в порядок, убирать (σώματος Eur.; τὴν κεφαλήν Plut.).