ἐπιξηραίνω: Difference between revisions
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐπιξηραίνω]])<br />[[ξηραίνω]] [[κάτι]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξεραίνομαι [[κατά]] διαλείμματα<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] αποξηραντής<br /><b>3.</b> συμπυκνώνομαι. | |mltxt=(Α [[ἐπιξηραίνω]])<br />[[ξηραίνω]] [[κάτι]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξεραίνομαι [[κατά]] διαλείμματα<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] αποξηραντής<br /><b>3.</b> συμπυκνώνομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιξηραίνω:''' высыхать, сохнуть Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A dry on the surface, Hp.Fract.33, Arist.Pr.928a9:— Pass., to be so dried, Hp.Prorrh.2.6; have an interval of dryness, Id.Acut.28: generally, to be dried up, Ruf.Ren.Ves.6.5; to be constipated, Aret.CA1.1.
German (Pape)
[Seite 967] auf der Oberfläche trocknen, Hippocr., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιξηραίνω: ξηραίνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Ἱππ. π. Ἀγμ. 774. Παθ., ξηραίνομαι κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 89D, κτλ.· ἔχω διάλειμμα ξηρασίας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388. 36. 2) βάλλω τι ἐπάνω εἴς τι νὰ ξηρανθῇ, «ξύλον εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπιξηραίνουσιν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1038.
Greek Monolingual
(Α ἐπιξηραίνω)
ξηραίνω κάτι στην επιφάνεια
αρχ.
1. ξεραίνομαι κατά διαλείμματα
2. γίνομαι αποξηραντής
3. συμπυκνώνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιξηραίνω: высыхать, сохнуть Arst.