ἀρνακίς: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρνᾰκίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ἀρνός]]), [[δέρμα]] προβάτου, [[προβιά]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀρνᾰκίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ἀρνός]]), [[δέρμα]] προβάτου, [[προβιά]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρνᾰκίς:''' ίδος ἡ овечья шкура, овчина Arph., Plat., Theocr.
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρνᾰκίς Medium diacritics: ἀρνακίς Low diacritics: αρνακίς Capitals: ΑΡΝΑΚΙΣ
Transliteration A: arnakís Transliteration B: arnakis Transliteration C: arnakis Beta Code: a)rnaki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sheepskin coat, Ar.Nu.730, Pl.Smp.220b, Aristonym.6, Theoc.5.50. (Formed as if from ἄρναξ, Dim. of ἀρνός.)

German (Pape)

[Seite 356] ίδος, ἡ, Schaffell, -pelz, Ar. Nub. 720; Plat. Conv. 220 b; plur., Theocr. 5, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρνᾰκίς: -ίδος, ἡ, προβάτου δορά, «προβειά», «ἀρνακίδες· ἀρνῶν κώδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 730, Πλάτ. Συμπ. 220Β, Ἀριστώνυμ. ἐν «Ἡλίῳ ῥηγοῦντι» 4· (ἐσχηματισμένον ὡς ἐξ ὑποκοριστ. τοῦ ἀρνός,. *ἄρναξ).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
peau d’agneau.
Étymologie: ἀρήν.

Spanish (DGE)

(ἀρνᾰκίς) -ίδος, ἡ
piel de cordero en juego de palabras c. ἐξαρνεῖσθαι (sc. ‘deudas’): τίς ἂν δῆτ' ἐπιβάλοι ἐξ ἀρνακίδων γνώμην ἀποστερητρίδα; ¿quién podría echarme un capote con sentido anulatorio? Ar.Nu.730
usada como calzado, Pl.Smp.220b, Theoc.5.50, Them.Or.4.50b
como remedio ἀρνακίδας ... θερμὰς πρὸς τὴν γαστέρα Hp.Superf.34
en uso genérico, Aristonym.6, PCair.Zen.633.7 (III a.C.), PLugd.Bat.20.35.31 (III a.C.), POxy.741.6 (II d.C.), Hsch.

Greek Monolingual

ἀρνακίς (-ίδος), η (Α)
η προβιά, η κάπα από δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. με συλλαβική ανομοίωση < αρνόνακος < αρνο- (< αρήν, αρνός) + νάκη «δέρμα, προβιά»].

Greek Monotonic

ἀρνᾰκίς: -ίδος, ἡ (ἀρνός), δέρμα προβάτου, προβιά, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρνᾰκίς: ίδος ἡ овечья шкура, овчина Arph., Plat., Theocr.