πέπειρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(31)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(σπάν. θηλ. του [[πέπων]])<br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ώριμη, ηλικιωμένη<br /><b>2.</b> (για πράγματα) μαλακή («τὴν [[σάρκα]] πέπειραν ποιεῑ», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῑς σφαλεῑσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ [[πέπειρα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέπων]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[πίων]]: [[πίειρα]]].
|mltxt=Α<br />(σπάν. θηλ. του [[πέπων]])<br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ώριμη, ηλικιωμένη<br /><b>2.</b> (για πράγματα) μαλακή («τὴν [[σάρκα]] πέπειραν ποιεῑ», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῑς σφαλεῑσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ [[πέπειρα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέπων]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[πίων]]: [[πίειρα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πέπειρα:''' Soph., Plut. f к [[πέπειρος]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπειρᾰ Medium diacritics: πέπειρα Low diacritics: πέπειρα Capitals: ΠΕΠΕΙΡΑ
Transliteration A: pépeira Transliteration B: pepeira Transliteration C: pepeira Beta Code: pe/peira

English (LSJ)

ἡ, rare fem. of πέπων (formed on analogy of πίειρα, fem. of πίων), used of women,

   A mellow, ripe, ἐν ταῖς πεπείραις (v.l. -οις) Ar. Ec.896 ; over-ripe, passée, π. γίνομαι Anacr.87 ; πέπειρα· γραῖα, Hsch.    2 of things, soft, pulpy, τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῖ Hp.VC 11 (v.l. - ον) : metaph., ὀργὴ π. S.Tr.728.

French (Bailly abrégé)

v. πέπειρος.

Greek Monolingual

Α
(σπάν. θηλ. του πέπων)
1. (για γυναίκα) ώριμη, ηλικιωμένη
2. (για πράγματα) μαλακή («τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῑ», Ιπποκρ.)
3. μτφ. (για ψυχική κατάσταση) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῑς σφαλεῑσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπων, κατά το σχήμα πίων: πίειρα].

Russian (Dvoretsky)

πέπειρα: Soph., Plut. f к πέπειρος.