ἁρπακτός: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁρπακτός:''' -ή, -όν ([[ἁρπάζω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[αρπαγή]], [[κλοπιμαίος]], [[κλεμμένος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> παρακινδυνευμένος, δηλ. ο συλληφθείς κατά [[τύχη]], [[επισφαλής]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἁρπακτός:''' -ή, -όν ([[ἁρπάζω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[αρπαγή]], [[κλοπιμαίος]], [[κλεμμένος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> παρακινδυνευμένος, δηλ. ο συλληφθείς κατά [[τύχη]], [[επισφαλής]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρπακτός:''' <b class="num">1)</b> захваченный, похищенный (χρήματα Hes.);<br /><b class="num">2)</b> беззаконный, недозволенный ([[πλόος]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρπακτός Medium diacritics: ἁρπακτός Low diacritics: αρπακτός Capitals: ΑΡΠΑΚΤΟΣ
Transliteration A: harpaktós Transliteration B: harpaktos Transliteration C: arpaktos Beta Code: a(rpakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A gotten by rapine, stolen, Hes.Op.320.    2 to be caught, i. e. to be got by chance, hazardous, ib.684.

German (Pape)

[Seite 358] geraubt, Hes. O. 686 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπακτός: -ή, -όν, ὁ δι’ ἁρπαγῆς εἰλημμένος, κλοπιμαῖος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318. 2) παρακεκινδυνευμένος, ἁρπακτός, χαλεπῶς κε φύγοις κακόν αὐτόθι 682 (684).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que es fruto del robo χρήματα δ' οὐχ ἁρπακτά Hes.Op.320
que es fruto del rapto ref. a Helena ἁρπακτοῖσιν ὑποδμηθεῖσ' ὑμεναίοις Nic.Fr.108.
2 arriesgado, aventurado πλόος Hes.Op.684.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α)
βλ. αρπαχτός.

Greek Monotonic

ἁρπακτός: -ή, -όν (ἁρπάζω
1. αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, κλοπιμαίος, κλεμμένος, σε Ησίοδ.
2. παρακινδυνευμένος, δηλ. ο συλληφθείς κατά τύχη, επισφαλής, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἁρπακτός: 1) захваченный, похищенный (χρήματα Hes.);
2) беззаконный, недозволенный (πλόος Hes.).