ἀφανδάνω: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφανδάνω:''' μέλ. <i>-αδήσω</i>, Ιων., απαρ. αορ. βʹ <i>ἀπαρδεῖν</i>· [[στενοχωρώ]], [[δυσαρεστώ]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Σοφ. | |lsmtext='''ἀφανδάνω:''' μέλ. <i>-αδήσω</i>, Ιων., απαρ. αορ. βʹ <i>ἀπαρδεῖν</i>· [[στενοχωρώ]], [[δυσαρεστώ]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφανδάνω:''' (ион. inf. aor. 2 [[ἀπαδεῖν]]) не нравиться Hom., Her., Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. aor. inf.
A ἀπαδεῖν Hdt.2.129:—displease, not to please, εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387; σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ S.Ant.501.
German (Pape)
[Seite 407] (s. ἁνδάνω), mißfallen, praes. Od. 16, 387; Soph. Ant. 497; – aor. ion. ἀπαδεῖν, Her. 2, 129.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφανδάνω: μέλλ. ἀφαδήσω· Ἰων. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀπαδεῖν Ἡρόδ. 2. 129: - ἀπαρέσκω, δυσαρεστῶ, εἰ δ’ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Ὀδ. Π. 387· σοί τἄμ’ ἀφανδάνοντ’ ἔφυ Σοφ. Ἀντ. 501.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et inf. ao.2 ion. ἀπαδεῖν;
déplaire, n’être pas agréable à, τινι.
Étymologie: ἀπό, ἁνδάνω.
English (Autenrieth)
displease; μῦθος ἀφανδάνει, Od. 16.387†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. inf. jón. ἀπαδεῖν Hdt.2.129]
desagradar, disgustar εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387, τῷ τὰ ... τοῦ πατρὸς ἔργα ἀπαδεῖν Hdt.l.c., σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ para ti mis palabras son de por sí desagradables S.Ant.501.
Greek Monolingual
ἀφανδάνω (Α)
δεν προκαλώ ευχαρίστηση, δυσαρεστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + ανδάνω «είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ»].
Greek Monotonic
ἀφανδάνω: μέλ. -αδήσω, Ιων., απαρ. αορ. βʹ ἀπαρδεῖν· στενοχωρώ, δυσαρεστώ, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφανδάνω: (ион. inf. aor. 2 ἀπαδεῖν) не нравиться Hom., Her., Soph.