ταχυήρης: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύηρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που κωπηλατείται [[γρήγορα]] («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε [[πόντονδε]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταχύς]], [[ορμητικός]] («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ύηρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που κωπηλατείται [[γρήγορα]] («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε [[πόντονδε]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταχύς]], [[ορμητικός]] («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]])].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχῠήρης:''' быстро гребущий, т. е. быстроходный ([[ὄχος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠήρης Medium diacritics: ταχυήρης Low diacritics: ταχυήρης Capitals: ΤΑΧΥΗΡΗΣ
Transliteration A: tachyḗrēs Transliteration B: tachyērēs Transliteration C: tachyiris Beta Code: taxuh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A fast-rowing, rapid, A.Supp.32 (anap.), Opp.H.4.569.

German (Pape)

[Seite 1076] ες, schnell oder leicht rudernd, ὸχος, Aesch. Suppl. 32.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυήρης: -ες, ὁ ταχέως κωπηλατούμενος, ταχύς, ὁρμητικός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 33, Ὀππ. Ἁλ. 4. 569.

Greek Monolingual

-ύηρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.)
2. (κατ' επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ήρης (ΙΙ) (πρβλ. τρι-ήρης)].

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠήρης: быстро гребущий, т. е. быстроходный (ὄχος Aesch.).