Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδήριον: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδήριον:''' τό ([[σίδηρος]]), [[σκεύος]] ή [[εργαλείο]] από σίδηρο· <i>σιδηρίων ἐπαΐειν</i>, [[αισθάνομαι]] το [[σίδερο]], δεν [[μπορώ]] να το αντέξω (να αντέξω στη [[δοκιμασία]] του), σε Ηρόδ.· <i>θερμὰ σιδήρια</i>, τα πυρακτωμένα [[κομμάτα]] σιδήρου ως όργανα βασανιστηρίων, στον ίδ.
|lsmtext='''σῐδήριον:''' τό ([[σίδηρος]]), [[σκεύος]] ή [[εργαλείο]] από σίδηρο· <i>σιδηρίων ἐπαΐειν</i>, [[αισθάνομαι]] το [[σίδερο]], δεν [[μπορώ]] να το αντέξω (να αντέξω στη [[δοκιμασία]] του), σε Ηρόδ.· <i>θερμὰ σιδήρια</i>, τα πυρακτωμένα [[κομμάτα]] σιδήρου ως όργανα βασανιστηρίων, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδήριον:''' τό<b class="num">1)</b> кусок железа (ξύλα καὶ σιδήρια Plat.);<br /><b class="num">2)</b> железное орудие (σιδήρια λιθουργά Thuc.): ἐπαΐων σιδηρίων Her. чувствительный к железным орудиям, т. е. уязвимый.
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδήριον Medium diacritics: σιδήριον Low diacritics: σιδήριον Capitals: ΣΙΔΗΡΙΟΝ
Transliteration A: sidḗrion Transliteration B: sidērion Transliteration C: sidirion Beta Code: sidh/rion

English (LSJ)

(Dor. σιδάριον Schwyzer180.5 (Crete)), τό,

   A implement or tool of iron, IG12.313.128 (v B.C.); θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς with hot irons, Hdt.7.18; ἐπαΐοντες σιδηρίων feeling iron, not being proof against it, Id.3.29; of a knife, Id.9.37, cf. Lys.1.42; σ. εἰς κρεονομίαν PCair.Zen.720.3 (iii B.C.); σ. λιθουργά, of a stonemason's tools, Th.4.4, cf. Thphr.Lap.41; σιδηρίων μισθός IG22.1656; λίθους καὶ ξύλα καὶ σ. Pl.Euthd.300b; σ. πλατέα Arist. Cael.313a17.    II iron, Daimachus 4J. (v.l. σίδηρον).

German (Pape)

[Seite 879] τό, Eisengeräth, Werkzeug, Waffe von Eisen, Valck. Her. 7, 18. 9, 37; σιδήρια λιθουργά, Thuc. 4, 4; ξύλα καὶ σιδήρια, Plat. Euthyd. 300 b; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήριον: τό, (σίδηρος) ἐργαλεῖον ἐκ σιδήρου, θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ καίοντα τεμάχια σιδήρου, Ἡρόδ. 7. 18· σιδηρίων ἐπαΐειν, αἰσθάνομαι τὸν σίδηρον, δὲν δύναμαι νὰ ἀντιστῶ κατὰ τοῦ σιδήρου, ὁ αὐτ. 3. 29· ἐπὶ μαχαίρας, ὁ αὐτ. 9. 37, πρβλ. Λυσί. 95. 35· σ. λιθουργά, ἐπὶ τῶν ἐργαλείων λιθοξόου, Θουκ. 4. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Θεοφρ. π. Λίθ. 41·- σ. πλατέα, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
instrument de fer.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α σίδηρος / σίδαρος
1. το σιδερένιο τμήμα εργαλείου ή σκεύους
2. κάθε εργαλείο, όργανο, σκεύος ή όπλο από σίδηρο
3. η μάχαιρασιδήριον εἰς κρεονομίαν», πάπ.)
4. σίδηρος
5. φρ. «σιδήριον λειθουργόν» — η σμίλη του λιθοξόου.

Greek Monotonic

σῐδήριον: τό (σίδηρος), σκεύος ή εργαλείο από σίδηρο· σιδηρίων ἐπαΐειν, αισθάνομαι το σίδερο, δεν μπορώ να το αντέξω (να αντέξω στη δοκιμασία του), σε Ηρόδ.· θερμὰ σιδήρια, τα πυρακτωμένα κομμάτα σιδήρου ως όργανα βασανιστηρίων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδήριον: τό1) кусок железа (ξύλα καὶ σιδήρια Plat.);
2) железное орудие (σιδήρια λιθουργά Thuc.): ἐπαΐων σιδηρίων Her. чувствительный к железным орудиям, т. е. уязвимый.