καταστένω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταστένω:''' [[στενάζω]] [[πολύ]], [[κλαίω]] ή [[θρηνώ]], <i>τινά</i>, σε Σοφ., Ευρ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Ευρ. | |lsmtext='''καταστένω:''' [[στενάζω]] [[πολύ]], [[κλαίω]] ή [[θρηνώ]], <i>τινά</i>, σε Σοφ., Ευρ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταστένω:''' <b class="num">1)</b> стонать, рыдать ([[ὑπέρ]] τινος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> оплакивать (τινὰ ὁρμώμενον εἰς Ἃιδην Soph.; τὸν θανόντα πατέρα Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A sigh over, lament, c. acc., S.OC1440, E.Tr.317 (lyr.), HF1141; κατὰ σὲ δακρύοις στένω ib.1045 (lyr.); ὑπέρ τινος Id.IA470; ὧν κατέστενες κακῶν (gen. by attraction) S.El.874.
German (Pape)
[Seite 1381] beseufzen; τινά, Soph. O. C. 1442; τὸν θανόντα πατέρα Eur. Troad. 318; τινός, Soph. El. 862; Eur. Androm. 444; ὑπέρ τινος, über Etwas seufzen, klagen, I. A. 470.
Greek (Liddell-Scott)
καταστένω: λίαν στενάζω, κλαίω, θρηνῶ τινα, μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Κ. 1440· τὸν θανόντα πατέρα Εὐρ. Τρῳ. 317, Ἡρ. Μαιν. 1141·― ἐν Σοφ. Ἠλ. 874, ἡ γεν., ὧν πάροιθεν εἶχες καὶ κατέστενες κακῶν, κεῖται καθ’ ἕλξιν πρὸς τὴν πτῶσιν τοῦ ἡγουμένου· ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 443, τί δῆτά σ’ οὐ (ἀντὶ σου) καταστένω; ἤδη διωρθώθη ἐξ Ἀντιγράφων· ὑπέρ τινος, χάριν τινός, ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶς κ. Εὐρ. Ι. Α. 470.
French (Bailly abrégé)
gémir, pleurer : τινα, ὑπέρ τινος sur qqn.
Étymologie: κατά, στένω.
Greek Monolingual
καταστένω (Α)
στενάζω για κάποιον ή για κάτι, θρηνώ, κλαίω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στένω (< στένω «στενάζω»), πρβλ. μετα-στένω, περι-στένω.
Greek Monotonic
καταστένω: στενάζω πολύ, κλαίω ή θρηνώ, τινά, σε Σοφ., Ευρ.· ὑπέρ τινος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καταστένω: 1) стонать, рыдать (ὑπέρ τινος Eur.);
2) оплакивать (τινὰ ὁρμώμενον εἰς Ἃιδην Soph.; τὸν θανόντα πατέρα Eur.).