διαμνημονεύω: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαμνημονεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμάμαι]], σε Ηρόδ.· με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγράφω]], [[αναφέρω]], σε Θουκ. — Παθ., <i>διαμνημονεύεται ἔχειν</i>, αναφέρεται ότι έχει, σε Ξεν. | |lsmtext='''διαμνημονεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμάμαι]], σε Ηρόδ.· με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγράφω]], [[αναφέρω]], σε Θουκ. — Παθ., <i>διαμνημονεύεται ἔχειν</i>, αναφέρεται ότι έχει, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμνημονεύω:''' <b class="num">1)</b> отчетливо вспоминать, припоминать (τινός Her., Thuc., Plat. и τι Xen., Plut., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> упоминать, передавать (τι Plut.): φύσιν τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μορφῆς τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται Xen. о его характере и внешности говорится следующее;<br /><b class="num">3)</b> напоминать (τινί τι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> твердо помнить Lys.: τὸν διαμνημονεύοντα ποιήσασθαι τὴν ἐπ᾽ Αἴγυπτον στρατηΐην Her. (говорят, что Камбис), помня об этом, пошел войной на Египет. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A remember distinctly, abs., Hdt.3.3, Lys.23.16, Antipho 5.54; c. gen. pers., Pl.Smp.180c; τι X.Mem.1.3.1, Phld.Mort.30, Plu.Sol.3, etc.:—Pass., διὰ τούτων διαμνημονεύονται D.S.12.13. 2 mention, record, Th.1.22; διαμνημονεύεται ἔχων he is mentioned as having, X.Cyr.1.1.2. 3 call to mind, τι Pl.Epin.976c.
German (Pape)
[Seite 590] ins Gedächtniß zurückrufen, τινί τι, Plat. Epin. 976 c; gedenken, Tim. 22 b; abs., Her. 3, 3; τινός, Plat. conv. 180 c; τί, Xen. Mem. 1, 3, 1; erwähnen, Antiph. 5, 54; Lys. 23, 16; τί, Luc. Nigr. 7; Plut. Sol. 3, 18 u. öfter; διαμνημονεύεται ἔχων, man erwähnt, daß er hat, Xen. Cyr. 1, 2, 2; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμνημονεύω: ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 3, Λυσ. 168. 4˙ τινὸς Πλάτ. Συμπ. 180C˙ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1, Πλούτ. Σολ. 3, κτλ. - Παθ., διὰ τούτων διαμνημονεύονται Διόδ. 12. 13. 2) ἀναφέρω, Λατ. commemorare, τι Ἀντιφῶν 135. 37, Θουκ. 1. 22˙ διαμνημονεύεται ἔχων, ἀναφέρεται ὡς ἔχων, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2. ΙΙ. ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην τινός, τινί τι Πλάτ. Ἐπιν. 976C.
French (Bailly abrégé)
I. conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, τι qch;
II. rappeler le souvenir :
1 transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c’est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, etc.
2 rappeler le souvenir, mentionner, acc..
Étymologie: διά, μνημονεύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. διαμναμ- IG 5(1).932.9 (Laconia)
1 recordar, acordarse de c. gen. pers. ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε Pl.Smp.180c, οὐδαμοῦ Δημοκρίτου D.L.9.40, c. ac. de cosa τὸ πρόσφορον Pl.Epin.976c, ἃς (προφάσεις) ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν Aeschin.3.203, τούτων δὴ γράψω ὁπόσα ἂν διαμνημονεύσω X.Mem.1.3.1, cf. Antipho 5.54, ὀροφάς τινας Thphr.HP 5.3.7, τὰ δὲ νῦν ἐν βραχεῖ μαθόντες διαμνημονεύωμεν Plu.2.404b, τὸν ἐθισμόν Plu.2.83b, cf. Phoc.29, γάμον Aristaenet.1.10.41
•c. or. complet. o interr. δ. ὅτι recordar que I.AI 6.89, ἀφ' ἧς ἂν πλευρᾶς ἄρξῃ τὸ ἄλφα Aen.Tact.31.18
•c. part. ἐγὼ διαμνημονεύω σοφοῦ τινος ἀκούσας recuerdo habérselo escuchado a un sabio Luc.Par.4, en v. pas. οἱ <μὲν> τετελευτηκότες τοῖς ζῶσι διαμνημονεύονται D.S.12.13, c. part. pred. φύσιν ... τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται X.Cyr.1.2.2
•abs. διαμνημονεύοντα οὕτω conservando un recuerdo tal Hdt.3.3, ἐὰν γὰρ διαμνημονεύητε Lys.23.16, καθ' ὅσον ἔχω διαμνημονεύειν en tanto en cuanto yo puedo recordar Hld.3.3.1.
2 de palabras traer a la memoria, mencionar, reproducir χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί Th.1.22, τὰ μὲν τούτου διαμνημονεύουσιν οἱ πολλοί D.Chr.72.11, τὴν (τοῦ ἔπους) ἀρχήν Plu.Sol.3, λόγους εἰρημένους αὐτοῖς διαμνημονεύουσι Luc.Nigr.7.
Greek Monolingual
διαμνημονεύω (AM)
1. θυμάμαι καλά
2. σημειώνω, καταγράφω
3. αναπολώ.
Greek Monotonic
διαμνημονεύω: μέλ. -σω,
1. ανακαλώ στη μνήμη, θυμάμαι, σε Ηρόδ.· με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.
2. καταγράφω, αναφέρω, σε Θουκ. — Παθ., διαμνημονεύεται ἔχειν, αναφέρεται ότι έχει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαμνημονεύω: 1) отчетливо вспоминать, припоминать (τινός Her., Thuc., Plat. и τι Xen., Plut., Luc.);
2) упоминать, передавать (τι Plut.): φύσιν τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μορφῆς τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται Xen. о его характере и внешности говорится следующее;
3) напоминать (τινί τι Plat.);
4) твердо помнить Lys.: τὸν διαμνημονεύοντα ποιήσασθαι τὴν ἐπ᾽ Αἴγυπτον στρατηΐην Her. (говорят, что Камбис), помня об этом, пошел войной на Египет.