προσπαρατρώγω: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[δαγκώνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] την [[υπόληψη]] κάποιου [[ακόμη]] μια [[φορά]], τον [[εξευτελίζω]] επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρώγω]] «[[δαγκώνω]] στο πλάι, [[κόβω]] με τα δόντια»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[δαγκώνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] την [[υπόληψη]] κάποιου [[ακόμη]] μια [[φορά]], τον [[εξευτελίζω]] επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρώγω]] «[[δαγκώνω]] στο πλάι, [[κόβω]] με τα δόντια»].
}}
{{elru
|elrutext='''προσπαρατρώγω:''' досл. обгрызать, обкусывать, перен. осмеивать, глумиться (τινά Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρατρώγω Medium diacritics: προσπαρατρώγω Low diacritics: προσπαρατρώγω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: prosparatrṓgō Transliteration B: prosparatrōgō Transliteration C: prosparatrogo Beta Code: prosparatrw/gw

English (LSJ)

   A gnaw at the side besides: metaph., nibble at one's reputation or depreciate besides, D.L.2.107.

German (Pape)

[Seite 776] (s. τρώγω), noch dazu, dabei benagen, übertr., verspotten, D. L. 2, 107.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρατρώγω: τρώγω, δάκνω τινὰ προσέτι, καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.

Greek Monolingual

Α
1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τον εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα δόντια»].

Russian (Dvoretsky)

προσπαρατρώγω: досл. обгрызать, обкусывать, перен. осмеивать, глумиться (τινά Diog. L.).