ἀϊδρείη: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀϊδρείη:''' ή -ίη[ῑη], ἡ, [[έλλειψη]] γνώσης, [[άγνοια]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀϊδρείη:''' ή -ίη[ῑη], ἡ, [[έλλειψη]] γνώσης, [[άγνοια]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀϊδρείη:''' ион. [[ἀϊδρηΐη]] или ἀϊδρίη ἡ тж. pl. незнание, неведение: ἀϊδρείῃ и ἀϊρείῃσιν Hom., ἀϊδρηΐῃ Her. по неведению; ἀϊδρείῃσι νόοιο Hom., Hes. по безрассудству. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. and Ion. -ιη [ῑη], ἡ,
A want of knowledge, ignorance, Od. 12.41, Hdt.6.69; also in pl., Od.10.231, 11.272.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊδρείη: ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἄγνοια, ἀμαθία, Ὀδ. Μ. 41· ὡσαύτως κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ κάλλιον ἀϊδρίη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ignorance.
Étymologie: ἄϊδρις.
Greek Monotonic
ἀϊδρείη: ή -ίη[ῑη], ἡ, έλλειψη γνώσης, άγνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊδρείη: ион. ἀϊδρηΐη или ἀϊδρίη ἡ тж. pl. незнание, неведение: ἀϊδρείῃ и ἀϊρείῃσιν Hom., ἀϊδρηΐῃ Her. по неведению; ἀϊδρείῃσι νόοιο Hom., Hes. по безрассудству.