κεγχρώματα: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεγχρώματα:''' -ων, τά, πράγματα στο [[μέγεθος]] των σπόρων του κεχριού, στον Ευρ. τρύπες στη [[στεφάνη]] της ασπίδας, μέσα από τις οποίες ο [[στρατιώτης]] μπορούσε να δει τον εχθρό, [[χωρίς]] να αποκαλύπτει το πρόσωπό του.
|lsmtext='''κεγχρώματα:''' -ων, τά, πράγματα στο [[μέγεθος]] των σπόρων του κεχριού, στον Ευρ. τρύπες στη [[στεφάνη]] της ασπίδας, μέσα από τις οποίες ο [[στρατιώτης]] μπορούσε να δει τον εχθρό, [[χωρίς]] να αποκαλύπτει το πρόσωπό του.
}}
{{elru
|elrutext='''κεγχρώμᾰτᾰ:''' τά мелкие отверстия: ἀσπίδων κ. Eur. смотровые отверстия (вдоль края) щитов.
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρώματα Medium diacritics: κεγχρώματα Low diacritics: κεγχρώματα Capitals: ΚΕΓΧΡΩΜΑΤΑ
Transliteration A: kenchrṓmata Transliteration B: kenchrōmata Transliteration C: kegchromata Beta Code: kegxrw/mata

English (LSJ)

ων, τά,

   A things of the size of millet-grains: hence, eyelet-holes in the rim of a shield, E.Ph.1386.

German (Pape)

[Seite 1410] τά, Eur. Phoen. 1386 von Kämpfenden εὖ προσῆγον ἀσπίδων κεγχρώμασιν ὀφθαλμὸν ἀργὸν ὥστε γίγνεσθαι δόρυ, nach den Schol. kleine Visirlöcher im Rande des Schildes, nach Anderen eine Zierrath am Schildrande, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρώματα: -ων, τά, πράγματα τοῦ μεγέθους κόκκων κέγχρου·- ἐν Εὐρ. Φοιν. 1386, ὀπαὶ ἐν τῇ περιφερείᾳ (ἢ τῷ περιθωρίῳ) τῆς ἀσπίδος, δι’ ὧν ὁ μαχητὴς ἠδύνατο νὰ βλέπῃ τὸν ἐχθρὸν, χωρὶς νὰ ἐκθέτῃ εἰς κίνδυνον τὸ πρόσωπόν του· τοιαῦτα δύναταί τις νὰ ἴδῃ εἰς τὰς ἀσπίδας τὰς ἐπὶ Βοιωτικῶν νομισμάτων καὶ ἐπὶ ἀρχαϊκῶν ἀγγείων.

French (Bailly abrégé)

άτων (τά) :
petits trous à la circonférence du bouclier par où l’on observait l’ennemi.
Étymologie: κέγχρος.

Greek Monotonic

κεγχρώματα: -ων, τά, πράγματα στο μέγεθος των σπόρων του κεχριού, στον Ευρ. τρύπες στη στεφάνη της ασπίδας, μέσα από τις οποίες ο στρατιώτης μπορούσε να δει τον εχθρό, χωρίς να αποκαλύπτει το πρόσωπό του.

Russian (Dvoretsky)

κεγχρώμᾰτᾰ: τά мелкие отверстия: ἀσπίδων κ. Eur. смотровые отверстия (вдоль края) щитов.