πασπάλη: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πασπάλη:''' [ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], [[πολύ]] ψιλό [[αλεύρι]]· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]], [[ούτε]] [[υποψία]] ύπνου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πασπάλη:''' [ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], [[πολύ]] ψιλό [[αλεύρι]]· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]], [[ούτε]] [[υποψία]] ύπνου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πασπάλη:''' ἡ (ср. [[παιπάλη]]) зернышко, пылинка: ὕπνου οὐδὲ πασπάλην ὁρᾶν Arph. не засыпать ни на минуту, не смыкать глаз.
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασπάλη Medium diacritics: πασπάλη Low diacritics: πασπάλη Capitals: ΠΑΣΠΑΛΗ
Transliteration A: paspálē Transliteration B: paspalē Transliteration C: paspali Beta Code: paspa/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = παιπάλη, the finest meal, Hsch., Phot., Suid. s.v. ἀλευρότησις : metaph., ὕπνου οὐδὲ π. not a morsel of sleep, Ar.V.91.

German (Pape)

[Seite 532] ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.

Greek (Liddell-Scott)

πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, τὸ λεπτότατον ἄλευρον, κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
grain ou farine de millet ; d’où chose minime.
Étymologie: cf. παιπάλη.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν
πολύ λεπτό αλεύρι
νεοελλ.
1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη
2. σκόνη, κονιορτός
3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου κατά την άλεση
αρχ.
μτφ. κάθε πράγμα σε ελάχιστη ποσότητα («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της με το συνώνυμο παιπάλη «λεπτό αλεύρι» οφείλεται σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, πολύ ψιλό αλεύρι· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, ούτε υποψία ύπνου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πασπάλη: ἡ (ср. παιπάλη) зернышко, пылинка: ὕπνου οὐδὲ πασπάλην ὁρᾶν Arph. не засыпать ни на минуту, не смыкать глаз.