συμπολιτεία: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπολῑτεία:''' ἡ, ομόσπονδη [[ένωση]] [[πόλεων]], [[συνομοσπονδία]], [[ομοσπονδία]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''συμπολῑτεία:''' ἡ, ομόσπονδη [[ένωση]] [[πόλεων]], [[συνομοσπονδία]], [[ομοσπονδία]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπολῑτεία:''' ἡ симполития, содружество государств, политический союз или федерация: σ. τῶν Ἀχαιῶν Polyb. Ахейский союз.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπολῑτεία Medium diacritics: συμπολιτεία Low diacritics: συμπολιτεία Capitals: ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑ
Transliteration A: sympoliteía Transliteration B: sympoliteia Transliteration C: sympoliteia Beta Code: sumpolitei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A federal union of several states, with interchange of civic rights, confederacy, τῶν Ἀχαιῶν Plb.3.5.6, cf. 2.41.12, 44.5, D.S.29.18.    2 sharing of political life, Phld.Mus.p.93 K. (pl.).

German (Pape)

[Seite 989] ἡ, politische Verbindung mehrerer Städte od. Staaten, Städtebund; Pol. 2, 41, 12. 44, 4; τῶν Ἀχαιῶν, der Achäische Bund, 1, 3, 5 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συμπολῑτεία: ἡ, ἕνωσις πολλῶν πολιτειῶν εἰς ὁμοσπονδίαν ἐν συγκοινωνίᾳ ἢ ἐναλλαγῇ τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, ὁμοσπονδία, Λακεδαιμονίων τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Πολύβ. 3. 5, 6, πρβλ. 2. 41, 12., 44. 5, κτλ.· ἴδε Nieb. R. H. 2. σ. 51. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131, 392.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
égalité des droits politiques accordée à l’ensemble des citoyens d’une Cité dans une autre.
Étymologie: συμπολίτης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συμπολιτεύομαι
ένωση κρατών που διατηρεί το καθένα την τοπική του κυβέρνηση, αλλά όλα μαζί αναγνωρίζουν την κεντρική εξουσία και ειδικότερα στην ορολογία του διακρατικού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην αρχαιότητα, και της αρχαίας πολιτειολογίας, το σύνολο τών πολιτικών δικαιωμάτων που είχαν οι πολίτες δύο ή περισσότερων πόλεων-κρατών σε ένα ομοσπονδιακό κράτος συγκείμενο από τις πόλεις τους (α. «Αχαϊκή συμπολιτεία» β. «Αφρικανική συμπολιτεία»).

Greek Monolingual

η, ΝΑ συμπολιτεύομαι
ένωση κρατών που διατηρεί το καθένα την τοπική του κυβέρνηση, αλλά όλα μαζί αναγνωρίζουν την κεντρική εξουσία και ειδικότερα στην ορολογία του διακρατικού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην αρχαιότητα, και της αρχαίας πολιτειολογίας, το σύνολο τών πολιτικών δικαιωμάτων που είχαν οι πολίτες δύο ή περισσότερων πόλεων-κρατών σε ένα ομοσπονδιακό κράτος συγκείμενο από τις πόλεις τους (α. «Αχαϊκή συμπολιτεία» β. «Αφρικανική συμπολιτεία»).

Greek Monotonic

συμπολῑτεία: ἡ, ομόσπονδη ένωση πόλεων, συνομοσπονδία, ομοσπονδία, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συμπολῑτεία: ἡ симполития, содружество государств, политический союз или федерация: σ. τῶν Ἀχαιῶν Polyb. Ахейский союз.