χρύσωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρύσωμα:''' -ατος, τό ([[χρυσόω]]), κατεργασμένος [[χρυσός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''χρύσωμα:''' -ατος, τό ([[χρυσόω]]), κατεργασμένος [[χρυσός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρύσωμα:''' ατος (ῡ) τό золотое изделие или украшение Eur.: τὰ χρυσώματα Lys., Polyb. золотая утварь.
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσωμα Medium diacritics: χρύσωμα Low diacritics: χρύσωμα Capitals: ΧΡΥΣΩΜΑ
Transliteration A: chrýsōma Transliteration B: chrysōma Transliteration C: chrysoma Beta Code: xru/swma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is made of gold, wrought gold, E.Ion1030, 1430; χρυσώματα gold plate, Lys.Fr.56, OGI214.26 (Didyma, iii B. C.), Plb.30.25.16.

German (Pape)

[Seite 1383] τό, das von Gold Verfertigte, Goldgeschirr, Goldarbeit; Eur. Ion 1430; Pol. 31, 3,16.

Greek (Liddell-Scott)

χρύσωμα: τό, τὸ κατασκευασθὲν ἐκ χρυσοῦ, κατειργμασμένος χρυσός, Εὐρ. Ἴων 1030, 1430· χρυσώματα, ἀγγεῖα, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λυσί. Ἀποσπ. 50, Πολύβ. 31. 3, 16, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet en or.
Étymologie: χρυσόω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[χρυσῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. το σφράγισμα δοντιού με χρυσό
2. χρυσό στόλισμα, χρυσό ποίκιλμα
νεοελλ.-μσν.
επικάλυψη μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με στρώμα χρυσού, επιχρύσωση
αρχ.
σκεύος κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων πλῆθος», Πολ.).

Greek Monotonic

χρύσωμα: -ατος, τό (χρυσόω), κατεργασμένος χρυσός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρύσωμα: ατος (ῡ) τό золотое изделие или украшение Eur.: τὰ χρυσώματα Lys., Polyb. золотая утварь.