ἀρχαιόγονος: Difference between revisions
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρχαιόγονος:''' -ον, αυτός που προέρχεται από αρχαία [[φυλή]], από [[παλιά]] [[καταγωγή]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀρχαιόγονος:''' -ον, αυτός που προέρχεται από αρχαία [[φυλή]], από [[παλιά]] [[καταγωγή]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχαιόγονος:''' <b class="num">1)</b> старинного происхождения, древний (Ἐρεχθεΐδαι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> изначальный, первичный (ἀ. καὶ [[πρώτη]] [[αἰτία]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of ancient race, of old descent, S.Ant.981. II (perh. parox. ἀρχαιογόνος) original, primal, αἰτία Arist.Mu.399a26 (nisi leg. ἀρχέγονον).
German (Pape)
[Seite 364] aus altem Geschlechte, Soph. Tr. 968; übh. ursprünglich, αἰτία Arist. mund. 6, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιόγονος: -ον, ὁ ἐξ ἀρχαίου γένους, λίαν ἀρχαῖος, Σοφ. Ἀντ. 981. ΙΙ. ἴσως παροξ. ἀρχαιο-γόνος, ἀρχικός, πρῶτος, αἰτία Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une antique origine.
Étymologie: ἀρχαῖος, γίγνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 antiguo, noble σπέρμα ... ἀρχαιογόνων ... Ἐρεχθειδᾶν S.Ant.981.
2 originario αἰτία Arist.Mu.399a26 (cód.); cf. ἀρχέγονος.
Greek Monolingual
ἀρχαιόγονος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος.
Greek Monotonic
ἀρχαιόγονος: -ον, αυτός που προέρχεται από αρχαία φυλή, από παλιά καταγωγή, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιόγονος: 1) старинного происхождения, древний (Ἐρεχθεΐδαι Soph.);
2) изначальный, первичный (ἀ. καὶ πρώτη αἰτία Arst.).