ἔλευσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔλευσις:''' -εως, ἡ, [[άφιξη]], [[ερχομός]]· [[γέννηση]] του Ιησού Χριστού, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἔλευσις:''' -εως, ἡ, [[άφιξη]], [[ερχομός]]· [[γέννηση]] του Ιησού Χριστού, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἔλευσις:''' εως ἡ пришествие (τοῦ δικαίου NT).
}}
}}

Revision as of 08:06, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλευσις Medium diacritics: ἔλευσις Low diacritics: έλευσις Capitals: ΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: éleusis Transliteration B: eleusis Transliteration C: elefsis Beta Code: e)/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A coming, arrival, εἰς βίον Corn.ND28, cf. Tz.H.7.572, Sch.A.R.4.887, Hsch.    2 the Advent of Christ, Act.Ap.7.52.

German (Pape)

[Seite 796] ἡ, das Kommen, die Ankunft, Sp., wie D. Hal. 3, 59.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλευσις: -εως, ἡ, ἄφιξις, ἐρχομός, Διον. Ἁλ. 3. 59. 2) ἡ παρουσία, ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου Πράξ. Ἀπ. ζ΄, 52.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1llegada, venida gener. por sorpresa, presencia, en cont. bélico invasión τῶν Γαλατῶν D.C.Epit.8.10.7.
2 en cont. relig. venida, llegada, advenimiento de un dios al mundo de los mortales εἰς ἀνθρώπινον ὄντως βίον de Deméter, Corn.ND 28, de Cristo τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου Act.Ap.7.52, cf. 1Ep.Clem.17.1, Polyc.Sm.Ep.6.3, Mac.Aeg.Serm.B 4.15.8, Epiph.Const.Haer.21.5.5, ἐν τῇ ἐλεύσει αὐτοῦ καὶ ἐπιφανείᾳ A.Thom.A 28, μετὰ τὴν τῶν μάγων ἔλευσιν Porph.Chr.12.
3 gener. llegada χαίροντες τῇ ἐλεύσει τοῦ Ζεφύρου Sch.A.R.4.887, ἡ εἰς Τροίαν ἐξ ὑπογύου ... ἔ. Eust.840.43
interpr. como viaje, camino Hsch.s.u. ἤλυσις.
II avance, progresión de los síntomas o las afecciones πρὸ τῆς ἐλεύσεως ῥίγη χρόνια παύει Cyran.2.30.10, cf. 5.2.12, 6.2.

English (Strong)

from the alternate of ἔρχομαι; an advent: coming.

English (Thayer)

ἐλεύσεως, ἡ (ἔρχομαι), a coming, advent (Dionysius Halicarnassus 3,59): ἐν τῇ ἐλευσει αὐτοῦ, i. e. of Christ, καί ἐπιφάνεια τῇ ὑστέρα, Act. Thom. 28; plural αἱ ἐλευσεις, of the first and the second coming of Christ to earth, Irenaeus 1,10.)

Greek Monolingual

η
βλ. έλευση.

Greek Monotonic

ἔλευσις: -εως, ἡ, άφιξη, ερχομός· γέννηση του Ιησού Χριστού, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἔλευσις: εως ἡ пришествие (τοῦ δικαίου NT).