διαριθμέω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λογαριάζω]] ένα προς ένα, [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[θέτω]] διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι [[χαρακτηριστικός]], [[διαφορετικός]], προεξέχων, [[διαπρεπής]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''διᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λογαριάζω]] ένα προς ένα, [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[θέτω]] διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι [[χαρακτηριστικός]], [[διαφορετικός]], προεξέχων, [[διαπρεπής]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διᾰριθμέω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> подсчитывать, считать (ψήφους Eur.; [[ἀργυρίδιον]] Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. рассматривать, исследовать ([[ἄλογος]] καὶ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.): τούτων διηριθμημένων Arst. по рассмотрении этого. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A reckon up one by one, enumerate, ψήφους E.IT966, cf. Ar.Av.1622; τἀργύριον Phld.Ir.p.37 W.; ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh.1374a33:—more freq. in Med., as Pl.Cra.437d, Phdr.273e, al.; count and classify, Id.Grg.501a; διαριθμήσασθαι περί τινος Id.Lg.633a:—Pass., Aeschin.3.207, Arist.Ph.322b30. 2 count out, pay, δωρεάν τισι App.BC4.101.
German (Pape)
[Seite 599] 1) aus einander zählen, herzählen, (VLL. διαλογίζεσθαι); ψήφους Eur. I. T. 566; ἀργυρίδιον Ar. Av. 1622; auch med., ὥςπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 437 d; vgl. Legg. I, 633 a, u. öfter; auch Plut. – Dah. = trennen, pass., Aesch. 3, 207; διαριθμήσασθαι καὶ διαλαβεῖν εἰς εἴδη, Arist. rhet. 1, 4. – 2) Med., beurtheilen, erwägen, Plat. Gorg. 501 a, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰριθμέω: μέλλ. -ήσω, λογαριάζω ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) διακρίνω, Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι περί τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 compter en détail, énumérer;
2 distinguer nettement.
Étymologie: διά, ἀριθμέω.
Spanish (DGE)
(διᾰριθμέω) I 1contar detalladamente ψήφους E.IT 966, cf. IG 22.1237.86 (IV a.C.), IPArk.17.62 (Estínfalo IV a.C.), ἀργυρίδιον Ar.Au.1622, cf. Phld.Ir.15.26, τοὺς στρατιώτας D.H.5.28, τὰ κύματα D.Chr.20.12, τι ... δ. πρὸς αὑτόν contar algo consigo mismo Plu.2.740e
•enumerar ὑπολείποι ... ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα faltaría tiempo para enumerarlas Arist.Rh.1374a33, τὰ εἴδη Thphr.HP 1.14.5, διαριθμεῖν ἑαυτούς de los seres múltiples, Plot.6.7.41, en v. med. mismo sent. ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Pl.Cra.437d, διαριθμήσασθαι ... περὶ τῶν μερῶν Pl.Lg.633a, διαριθμεῖται <πεντεκαίδεκα> enumera quince (islas), Str.10.5.3, cf. D.S.11.87, c. dat. συνδρομὴ ... τοῖς ἔτεσι διηριθμημένη conjunto de circunstancias que se enumera en relación a los años e.d. que es proporcional a los años Gr.Thaum.Pan.Or.16, en v. pas. οἱ δὲ νεκροὶ διαριθμηθέντες Plu.Publ.9
•mús. medir cuidadosamente τὰ κατὰ μουσικὴν πᾶσαν διαριθμουμένων κινήσεώς τε καὶ φθόγγων δῆλον ὅτι δεῖ es evidente que todo lo relativo a la música precisa de un movimiento y sonidos medidos cuidadosamente Pl.Epin.978a.
2 clasificar, incluir a alguien en un grupo o colect. τὰν ... σύνοδον δ. παρὰ π[ά] ντας αἰτίους γενομένους καλῶν ... ἔργων que la asociación lo incluyó junto a todos los responsables de hermosas acciones, ZPE 6.1970.279 (Rodas, heleníst.), en v. pas. ὑπ' αὐτῆς τῆς ἀληθείας διηριθμημένοι clasificados por la verdad misma Aeschin.3.207, τὸ δὲ τῶν ἄλλων ἐπικούρων πλῆθος ἐν τοῖς συμμάχοις διαριθμεῖται Str.13.1.2.
4 pagar τὴν δωρεὰν αὐτοῖς App.BC 4.101.
II 1clasificar aparte, excluir διαριθμῶν δ' οὐδέν' αὔξεσθαι θέλει E.Ba.209
•en v. med. distinguir clasificando διαριθμήσασθαι τὰς φύσεις Pl.Phdr.273e, cf. Arist.Ph.222b30 (cód.)
•del arte culinario οὐδὲν διαριθμησαμένη sin cálculo op. la medicina, Pl.Grg.501a.
Greek Monotonic
διᾰριθμέω: μέλ. -ήσω,
1. λογαριάζω ένα προς ένα, απαριθμώ, καταμετρώ, σε Ευρ.
2. διακρίνω, διαφοροποιώ, θέτω διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι χαρακτηριστικός, διαφορετικός, προεξέχων, διαπρεπής, διακρίνομαι, εξέχω, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
διᾰριθμέω: преимущ. med.
1) подсчитывать, считать (ψήφους Eur.; ἀργυρίδιον Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.);
2) перен. рассматривать, исследовать (ἄλογος καὶ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.): τούτων διηριθμημένων Arst. по рассмотрении этого.