Θάσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Θάσο, [[Θάσιος]] [[οἶνος]], σε Αριστοφ.· ἡ Θασία [[ἅλμη]], παστωμένη [[αλιεία]] από τη Θάσο, στον ίδ.
|lsmtext='''Θάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Θάσο, [[Θάσιος]] [[οἶνος]], σε Αριστοφ.· ἡ Θασία [[ἅλμη]], παστωμένη [[αλιεία]] από τη Θάσο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Θάσιος:''' (ᾰ) тасосский ([[οἶνος]], οἴνου [[σταμνίον]] Arph.): Θ. [[λίθος]] Plut. тасосский мрамор.<br /><b class="num">II</b> ὁ уроженец или житель острова Тасос Her., Arst.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θάσιος Medium diacritics: Θάσιος Low diacritics: Θάσιος Capitals: ΘΑΣΙΟΣ
Transliteration A: Thásios Transliteration B: Thasios Transliteration C: THasios Beta Code: *qa/sios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A of or from Thasos, Θάσιος (sc. οἶνος) Thasian wine, Hermipp.82.3, Ar.Fr.317, etc.; Θάσιον οἴνου σταμνίον Id.Lys.196, cf. Ec.1119; Θάσια κάρυα almonds, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f, Aët.12.37; so Θάσια alone, Plu.2.1097d, Dsc.4.188, Gp.10.57 tit.: in sg., ib.76.6: ἡ Θασία ἅλμη pickled sea-fish, Cratin.6; and without ἅλμη, ἀνακυκᾶν Θασίαν to make this pickle, Ar.Ach.671.    II Θάσιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Temnos, Wiener Denkschr.53.96 (prob.).    2 Θάσιον, τό, a measure in Egypt, PCair.Zen.12.19 (iii B.C.), al.

Greek (Liddell-Scott)

Θάσιος: -α, -ον, ἐκ Θάσου, εἰς τὴν Θάσον ἀνήκων, Θάσιος (ἐνν. οἶνος) Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 301, κτλ.· κατ’ ἐναλλαγ., Θάσιον οἴνου σταμνίον Ἀριστοφ. Λυσ. 196, πρβλ. Ἐκκλ. 1160· - Θάσια (ἐνν. κάρυα), τά, ἀμύγδαλα, Πλούτ. 2. 1097D, πρβλ. Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647F· - ἡ Θασία ἅλμη, βάμμα, ἔμβαμμα, Κρατῖν. Ἀρχ. 3· καὶ ἄνευ τοῦ ἅλμη, ἀνακυκᾶν Θασίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 671.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Thasos ; Θάσιος λίθος PLUT la pierre de Thasos, càd le marbre.
Étymologie: Θάσος.

Greek Monotonic

Θάσιος: [ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Θάσο, Θάσιος οἶνος, σε Αριστοφ.· ἡ Θασία ἅλμη, παστωμένη αλιεία από τη Θάσο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Θάσιος: (ᾰ) тасосский (οἶνος, οἴνου σταμνίον Arph.): Θ. λίθος Plut. тасосский мрамор.
II ὁ уроженец или житель острова Тасос Her., Arst.