κατοίησις: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(20) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατοίησις]], ἡ (Α) [[κατοίομαι]]<br />[[υπεροψία]], [[έπαρση]]. | |mltxt=[[κατοίησις]], ἡ (Α) [[κατοίομαι]]<br />[[υπεροψία]], [[έπαρση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατοίησις:''' εως ἡ pl. самонадеянность, самомнение Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A self-conceit, Plu.2.1119b (pl.).
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, Einbildung von sich, neben μεγαλαυχία Plut. adv. Col. 21.
Greek (Liddell-Scott)
κατοίησις: -εως, ἡ, οἴησις, ἀλαζονικὴ γνώμη ἥν τις περὶ ἑαυτοῦ ἔχει, Πλούτ. 2. 1119Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
présomption, orgueil.
Étymologie: κατά, οἴομαι.
Greek Monolingual
κατοίησις, ἡ (Α) κατοίομαι
υπεροψία, έπαρση.
Russian (Dvoretsky)
κατοίησις: εως ἡ pl. самонадеянность, самомнение Plut.