συνεξισόω: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_2) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξῐσόω''': [[ἐξισόω]], ποιῶ τι ἴσον [[πρός]] τι, τινί τι Διον. Ἁλ. πρ. Πομπ. 5. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ἴσος]], ὁ αὐτ. 10. 16, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d. 7. | |lstext='''συνεξῐσόω''': [[ἐξισόω]], ποιῶ τι ἴσον [[πρός]] τι, τινί τι Διον. Ἁλ. πρ. Πομπ. 5. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ἴσος]], ὁ αὐτ. 10. 16, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d. 7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεξισόω:''' приравнивать, уравнивать (συνεξισούμενός τινι Diod., Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A equalize, τοῖς μεγέθεσι τοὺς λόγους D.H. Pomp.5:—Pass., Id.10.16, D.S.2.10, IG12(2).58b7 (Mytil.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεξῐσόω: ἐξισόω, ποιῶ τι ἴσον πρός τι, τινί τι Διον. Ἁλ. πρ. Πομπ. 5. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἐντελῶς ἴσος, ὁ αὐτ. 10. 16, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d. 7.
Russian (Dvoretsky)
συνεξισόω: приравнивать, уравнивать (συνεξισούμενός τινι Diod., Sext.).