κυρίως: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡρίως:''' επίρρ. του [[κύριος]],<br /><b class="num">I.</b> όπως [[ένας]] άρχονας ή [[αφέντης]], επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, [[νόμιμα]], <i>κ. ἔχειν</i>, είμαι ορισμένος, [[ισχύω]], στον ίδ.· <i>κ. αἰτεῖσθαι</i>, sue [[jure]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους [[σημασία]], σε Αριστ.
|lsmtext='''κῡρίως:''' επίρρ. του [[κύριος]],<br /><b class="num">I.</b> όπως [[ένας]] άρχονας ή [[αφέντης]], επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, [[νόμιμα]], <i>κ. ἔχειν</i>, είμαι ορισμένος, [[ισχύω]], στον ίδ.· <i>κ. αἰτεῖσθαι</i>, sue [[jure]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους [[σημασία]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡρίως:''' <b class="num">1)</b> повелительно, властно (πόλεις τινὰς παραλαβεῖν Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> законным образом, по праву, справедливо (αἰτεῖσθαι Soph.; ὁ [[κλῆρος]] γιγνέσθω κ. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> в собственном смысле слова (λέγεσθαι Arst.); собственно (σημαίνειν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> полностью, целиком, вполне (διόψεσθαι [[τἀληθές]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> подлинно, в действительности (φαίνεσθαι κατὰ τὴν αἴσθησιν Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡρίως Medium diacritics: κυρίως Low diacritics: κυρίως Capitals: ΚΥΡΙΩΣ
Transliteration A: kyríōs Transliteration B: kyriōs Transliteration C: kyrios Beta Code: kuri/ws

English (LSJ)

Adv. of κύριος,

   A like a lord or master, with full authority, τὰς πόλεις κ. παρείληφεν Isoc.4.137; κ. ζημιοῦν Arist.Ath.3.6, SIG1004.11 (Oropus, iv B.C.).    II surely, by fixed decree, A.Ch.785 (lyr.).    2 regularly, lawfully, κ. ἔχειν to be fixed, hold good, Id.Ag.178 (lyr.), Is.7.26; κ. γίγνεσθαι Pl.Lg.925c; κ. αἰτεῖσθαι, suo jure, S.Ph.63; δόντος τοῦ πατρός D.36.32.    III precisely, exactly, διόψεσθαι τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c.    IV properly, πρώτως καὶ κ. Arist.EN1157a31; τὸ κ. [ἓν καὶ εἶναι] Id.de An.412b9; esp. of words, in the proper sense, opp. μεταφορᾷ or κατὰ μεταφοράν, κ. κατά τινος κατηγορεῖσθαι Id.Top.123a35, cf. 139b36; κ. λέγεσθαι Id.Metaph.1015a14, cf. Str. 3.5.5, Phld.Po.5.19, etc.; ἡ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κ. Plb.2.22.1; properly speaking, D.T.632.23: Comp. -ώτερον, λέγεσθαι Arist.EN 1098a6: Sup. -ώτατα, λέγεσθαι Id.Cat.14a27.    V in a special (i.e. exceptional) sense, Olymp.in Mete.306.29.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρίως: Ἐπίρρ. τοῦ κύριος, ὡς κύριοςδεσπότης, μετ’ ἐξουσίας, Αἰσχύλ. Χο. 685, Ἰσοκρ. 68Ε. ΙΙ. κανονικῶς, ὁμαλῶς, νομίμως, προσηκόντως, διὰ νόμου, κ. ἔχω, εἶμαι ὡρισμένος, ἰσχύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, Ἰσαῖ. 66. 9· οὕτω, κ. γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 925C· κ. καὶ πρώτως Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4· τὸ κ. ἓν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 7, κτλ.· ― ὡσαύτως, κ. αἰτεῖσθαι, δικαιωματικῶς, Σοφ. Φιλ. 63· δοῦναι Δημ. 954. 20. ΙΙΙ. ἀκριβῶς, «σωστά», Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. IV. ἐπὶ λέξεων, κατὰ τὴν σημασίαν αὐτῶν, τὴν συνήθη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορᾷ ἢ κατὰ μεταφοράν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 3, 4., 6. 2, 3, Μεταφ. 4. 4, 8, κ. ἀλλ.· συγκρ. κυριώτερον λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en maître, avec autorité;
2 avec force de loi, de plein droit, légitimement, régulièrement;
3 dans le sens propre, proprement.
Étymologie: κύριος.

Greek Monolingual

(AM κυρίως)
βλ. κύριος.

Greek Monotonic

κῡρίως: επίρρ. του κύριος,
I. όπως ένας άρχονας ή αφέντης, επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.
II. κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, νόμιμα, κ. ἔχειν, είμαι ορισμένος, ισχύω, στον ίδ.· κ. αἰτεῖσθαι, sue jure, σε Σοφ. κ.λπ.
III. λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους σημασία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κῡρίως: 1) повелительно, властно (πόλεις τινὰς παραλαβεῖν Isocr.);
2) законным образом, по праву, справедливо (αἰτεῖσθαι Soph.; ὁ κλῆρος γιγνέσθω κ. Plat.);
3) в собственном смысле слова (λέγεσθαι Arst.); собственно (σημαίνειν Polyb.);
4) полностью, целиком, вполне (διόψεσθαι τἀληθές Plat.);
5) подлинно, в действительности (φαίνεσθαι κατὰ τὴν αἴσθησιν Arst.).